σεϊταρί
(ουσ.)
σ̑εϊταρί
[ʃeitaˈri]
Αξ., Μαλακ.
σεϊτερί
[seiteˈri]
Μισθ., Τσαρικ.
σεϊτεργί
[seiteˈrʝi]
Ανακ., Αξ., Μισθ., Σινασσ., Τσαρικ.
σιστερί
[sisteˈri]
Μισθ.
Πληθ.
σ̑εϊταριά
[ʃeitaˈrʝa]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. çitari = α) το ψάρι σάλπη (Box salpa) με χαρακτηριστικές κίτρινες ρίγες στο σώμα του β) είδος βαμβακερού ριγέ υφάσματος υφασμένου με μετάξι, όπου και διαλεκτ. τύπ. şeştari (Redhouse) και şeytari = ρούχο κόκκινου χρώματος (βλ. και Uğurlu 2021). Η τουρκ. λ. απώτερης ελλ. προέλευσης από το μεταγν. ουσ. κιθάριον, υποκορ. του μεταγν. ουσ. κίθαρος = είδος πλατύψαρου (Γεωργακάς 1977: 590).
1. Τόπι ριγέ υφάσματος που προοριζόταν για την ραφή γυνακείου ή ανδρικού ενδύματος
Αξ., Μαλακ.
Πβ.
αλατζάς :2
2. Ακριβό γιορτινό ή νυφικό ποδήρες ένδυμα, στενό στο πάνω τμήμα, κλειστό μπροστά, άρραφο στα πλάγια από την μέση και κάτω
ό.π.τ.