ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σεκού (ουσ. ουδ.) σεκού [seˈku] Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Φλογ. σακού [saˈku] Ανακ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλ., Τζαλ. Πληθ. σεκούια [seˈkuja] Δίλ. σακούδια [saʹkuðʝa] Τζαλ. Από το τουρκ. ουσ. seki (< παλ. τουρκ. se) = α) εξώστης, ταράτσα β) σκαλοπάτι γ) χτιστός πάγκος δ) ανάχωμα ε) διαλεκτ., ανάχωμα σε χωράφι ή αμπέλι στ) υπερυψωμένο τμήμα σε στάνη ή στάβλο όπου κοιμάται ο βοσκός ζ) καναπές, κρεβάτι (Tietze 2019: λ. seki ΙΙ).
1. Διαχωρισμένο τμήμα δωματίου, αυλής ή στάβλου που είναι λίγο ψηλότερο από την επιφάνεια του εδάφους Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Ποτάμ., Σίλατ., Φλογ. Πβ. ανασήκωση
β. Είδος σπιτιού ελαφρά υπερυψωμένου, όπου κανείς μπαίνει ανεβαίνοντας 2-3 σκαλοπάτια Ποτάμ.
2. Σκαλοπάτι Σίλ. : Φτζαϊνόσκαμι οπ’ τα σ̑όνιατα ρέκα, ρεκαπέντι σακού (Φτιάχναμε από τα χιόνια δέκα, δεκαπέντε σκαλοπάτια) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Κατεβινόσκαμα οπ’ τα τριάνdα σακού (Κατεβαίναμε από τα τριάντα σκαλοπάτια) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ3
3. Διαχωρισμένο τμήμα αμπελιού ή αγρού Δίλ., Τζαλ. : Να πιάσουμ' σεκούια (Να πιάσει ο καθένας τη λωρίδα του) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 Σκάψε κι εκείνο το σακού (Σκάψε και εκείνο το κομμάτι του αμπελιού) Τζαλ. -ΚΜΣ-ΚΠ340
β. Στον πληθ., η λ. και ως τοπων. Τζαλ.
4. Οντάς, δωμάτιο φιλοξενουμένων Μισθ.
Συνών. οντάς