σεκού
(ουσ. ουδ.)
σεκού
[seˈku]
Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Φλογ.
σακού
[saˈku]
Ανακ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλ., Τζαλ.
Πληθ.
σεκούια
[seˈkuja]
Δίλ.
σακούδια
[saʹkuðʝa]
Τζαλ.
Από το τουρκ. ουσ. seki (< παλ. τουρκ. sekü) = α) εξώστης, ταράτσα β) σκαλοπάτι γ) χτιστός πάγκος δ) ανάχωμα ε) διαλεκτ., ανάχωμα σε χωράφι ή αμπέλι στ) υπερυψωμένο τμήμα σε στάνη ή στάβλο όπου κοιμάται ο βοσκός ζ) καναπές, κρεβάτι (Tietze 2019: λ. seki ΙΙ).
1. Διαχωρισμένο τμήμα δωματίου, αυλής ή στάβλου που είναι λίγο ψηλότερο από την επιφάνεια του εδάφους
Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Ποτάμ., Σίλατ., Φλογ.
Πβ.
ανασήκωση
β.
Είδος σπιτιού ελαφρά υπερυψωμένου, όπου κανείς μπαίνει ανεβαίνοντας 2-3 σκαλοπάτια
Ποτάμ.
2. Σκαλοπάτι
Σίλ.
:
Φτζαϊνόσκαμι οπ’ τα σ̑όνιατα ρέκα, ρεκαπέντι σακού
(Φτιάχναμε από τα χιόνια δέκα, δεκαπέντε σκαλοπάτια)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Κατεβινόσκαμα οπ’ τα τριάνdα σακού
(Κατεβαίναμε από τα τριάντα σκαλοπάτια)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ3
3. Διαχωρισμένο τμήμα αμπελιού ή αγρού
Δίλ., Τζαλ.
:
Να πιάσουμ' σεκούια
(Να πιάσει ο καθένας τη λωρίδα του)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
Σκάψε κι εκείνο το σακού
(Σκάψε και εκείνο το κομμάτι του αμπελιού)
Τζαλ.
-ΚΜΣ-ΚΠ340
β.
Στον πληθ., η λ. και ως τοπων.
Τζαλ.
4. Οντάς, δωμάτιο φιλοξενουμένων
Μισθ.
Συνών.
οντάς