σεκερίτσα
(ουσ. ουδ.)
σεκερίτσα
[seceˈritsa]
Γούρδ., Φερτάκ.
σ̑εκερίτσα
[ʃeceˈritsa]
Αραβαν.
εσκερίτσι
[eskeˈritsi]
Αραβαν.
Από το τουρκ. ουσ. şeker = α) ζάχαρη β) χαρακτηρισμός ανθρώπου, γλυκός, όμορφος, και υποκορ. επίθμ. -ίτσα. Υπάρχει και η εκδοχή από το πρόθμ. συν- και το μεσν. ουσ. κυράτσα (Κρινόπουλος 1889). Στην περίπτωση αυτή η λέξη πιθ. σχηματιστήκε αναλογ. προς το ουσ. συννύφισσα.