ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σεκερίτσα (ουσ. ουδ.) σεκερίτσα [seceˈritsa] Γούρδ., Φερτάκ. σ̑εκερίτσα [ʃeceˈritsa] Αραβαν. εσκερίτσι [eskeˈritsi] Αραβαν. Από το τουρκ. ουσ. şeker = α) ζάχαρη β) χαρακτηρισμός ανθρώπου, γλυκός, όμορφος, και υποκορ. επίθμ. -ίτσα. Υπάρχει και η εκδοχή από το πρόθμ. συν- και το μεσν. ουσ. κυράτσα (Κρινόπουλος 1889). Στην περίπτωση αυτή η λέξη πιθ. σχηματιστήκε αναλογ. προς το ουσ. συννύφισσα.
Αντραδέλφη, τιμητική προσφώνηση στην αδερφή του συζύγου. ό.π.τ. Συνών. ζάζα, μπαλντούζα