σελέ
(ουσ. ουδ.)
σελέ
[seˈle]
Ανακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. sele (sere) = η απόσταση μεταξύ δείκτη και αντίχειρα (TSS, λ. sere I).
Η απόσταση μεταξύ δείκτη και αντίχειρα