σεμάντρια
(ουσ. θηλ.)
σ̑εμάdρια
[ʃeˈmadria]
Μισθ.
Ουδ.
σεμάdερ
[ʃeˈmader]
Μισθ.
Πιθ. από το μεταγν. ουσ. χαμαίδρυς, πληθ. χαμαίδρυα = το ποώδες φυτό τεύκριον η χαμαίδρυς, γνωστό και ως χαμαντριά.
Το εδώδιμο ποώδες φυτό λάπαθο
Συνών.
λάπαθο