ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σέντε (ουσ. ουδ.) σέdε [ˈsede] Μαλακ., Μισθ. Από το τουρκ. επίθ. sade = α) σκέτος, απλός β) ως επίρρ. μόνο, χωρίς τίποτα άλλο, όπου και διαλεκτ. τύπ. sede. Πβ. και ποντ. σέτε =εντελώς. Για την ετυμ. της ποντ. λ., βλ. Symeonidis (1971- 1972: 113).
1. Μόνο Μαλακ. : Μποίκιν ένα καμbήλ’ σέdε άσου φλουρί (Έφτιαξε μιά καμήλα μόνο από κομμάτια χρυσού) Μαλακ. -Dawk.
2. Πάντα Μισθ. : Σέdε κρέβου να μποίκου καλά (Πάντα προσπαθώ να (τα) κάνω (όλα) καλά) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ