σεντούκι
(ουσ.)
σενdούκι
[senˈduci]
Ανακ., Σινασσ., Τροχ., Φερτάκ., Φκόσ.
σενdούχου
[senˈduxu]
Τσουχούρ.
σενdούχ'
[senʹdux]
Αραβαν.
σανdoύχ̇ι
[sanˈduxi]
Αφσάρ., Κίσκ., Φάρασ.
σανdι̂́κ͑'
[σαˈνdɯkʰ]
Αραβαν., Μαλακ., Ουλαγ., Σίλατ., Φλογ.
σανdούκ'
[sanˈduk]
Δίλ.
σανdούχ'
[sanʹdux]
Μισθ., Ποτάμ., Σινασσ., Τελμ., Τροχ.
σανdι̂́χ'
[σαˈνdɯx]
Αξ., Φερτάκ.
σουνdούχ'
[sunˈdux]
Σίλ.
Από το μεσν. ουσ. σεντούκιν, το οπ. αντιδάν. από το αραβ. sanduk, από το οπ. και το τουρκ. sandık και με διαλεκτ. τύπ. sanduk, όλα απώτερα από το αρχ. ουσ. συνθήκη (με την μεταγν. σημ. ‘φέρετρο', σημ. που έχει και το μεσν. σεντούκι). Για τη σύνδεση του τουρκ. sandık με το ελλ. συνθήκη βλ. Nişanyan (2002-2010, λ. sandık).
1. Φέρετρο
Αραβαν., Σίλ.
:
Τουν πεσαμένου έμπασάν του σουνdούχου απέσου
(Τον νεκρό τον έβαζαν μέσα στο φέρετρο)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
|| Φρ.
Τέσσερα-το σεντούχ' σ' ήφερα!
(Τέσσερα-το φέρετρό σου έφερα˙ παιγνιώδης απάντηση στον αριθμό "4")
Αραβαν.
-Φωστ.
2. Σεντούκι
ό.π.τ.
:
Σεμάσαν ντο σ' ένα σανdι̂́κ͑'
(Την έβαλαν μέσα σε ένα χρυσό σεντούκι)
Σίλατ.
-Dawk.
Εγέννεν σο σανdούχ'ν εμέσα ένα Ντουνιά Gϋζελή
(Εκεί εμφανίστηκε μέσα στο σεντούκι μιά Πεντάμορφη)
Τελμ.
-Dawk.
Μούλου ντα παράγια σου σανdούχ'
(Κρύψε τα χρήματα στο σεντούκι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Αμά γάλι' ανοίζ̑εις το και τρανάς σο σανdι̂́χ'ν εμέσα
(Αλλά μην τυχόν ανοίξεις και κοιτάξεις μέσα στο σεντούκι)
Αξ.
-Dawk.
Ασ' του κοριτσιού το σπίτ’ πάν’ το προίκα σ’ πεθερού τ’ μεσ’ σο σαντούχ'
(Από το σπίτι της κοπέλας πηγαίνουν την προίκα μέσα στο σεντούκι του πεθερού της)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Ο πατισ̑άχους ήνοιξίνι το σενdούχου, γέμουσινι α σακουλόκκου λίρις
(Ο βασιλιάς άνοιξε το σεντούκι, γέμισε ένα σακκούλι λίρες)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Φρ.
Σαντικιού σπίτ'
(Δωμάτιο του σεντουκιού˙ Ιδιαίτερο δωμάτιο όπου φυλάσσονταν τα σεντούκια ρουχισμού)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
|| Ασμ.
Πάρ’ το γιέρημο κλειδί, κι άνοιξε το σεντούκι
(πάρε το έρημο κλειδί κι άνοιξε το σεντούκι)
Καππ.
-Lag.
3. Δημόσιο ταμείο
Αξ.
:
Κοιμίζω κομμένα στο σανdι̂́χ'
(Καταθέτω χρήματα στο δημόσιο ταμείο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
4. Ξύλινη κορνίζα με βάθος για την φύλαξη και την (κατά τις γιορτές) επίδειξη των αγίων εικόνων
Μισθ.