σεντέφι
(ουσ. ουδ.)
σατέφι
[saˈtefi]
Φάρασ.
σατα̈́φι
[sæˈtæfi]
Αφσάρ.
σιdέφι
[siˈdefi]
Σινασσ.
ζεντέφι
[zeˈdefi]
Σινασσ.
Από το νεότ. ουσ. σεντέφι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. sedef (< αραβ. ṣadaf), όπου και διαλεκτ. τύπ. sädäf.
Σεντέφι, πατίνα εσωτερικού οστράκων που χρησιμοποιείται ως διακοσμητικό
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Σετέφ οτού
(Φυτό του σεντεφιού˙ Το φυτό Το θαμνώδες φυτό ρυτή η βαρύοσμη (Ruta graveolens) της οικογενείας των Ρυτοειδών (Rutaceae), κοινώς απήγανος· από την τουρκ. φρ. <em>sedef otu</em>)
Αξ.
-Μαυροχ.