ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σεντέφι (ουσ. ουδ.) σατέφι [saˈtefi] Φάρασ. σατα̈́φι [sæˈtæfi] Αφσάρ. σιdέφι [siˈdefi] Σινασσ. ζεντέφι [zeˈdefi] Σινασσ. Από το νεότ. ουσ. σεντέφι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. sedef (< αραβ. ṣadaf), όπου και διαλεκτ. τύπ. sädäf.
Σεντέφι, πατίνα εσωτερικού οστράκων που χρησιμοποιείται ως διακοσμητικό ό.π.τ. : || Φρ. Σετέφ οτού (Φυτό του σεντεφιού˙ Το φυτό Το θαμνώδες φυτό ρυτή η βαρύοσμη (Ruta graveolens) της οικογενείας των Ρυτοειδών (Rutaceae), κοινώς απήγανος· από την τουρκ. φρ. <em>sedef otu</em>) Αξ. -Μαυροχ.