σεντόνι
(ουσ. ουδ.)
σινdόνι
[sin'doni]
Σίλ.
σινdόν'
[sin'don]
Μισθ.
Από το μεσν. ουσ. σεντόνι, το οπ. από το μεταγν. ουσ. σινδόνιον (υποκορ. του αρχ. ουσ. σινδών).
Σεντόνι
:
|| Ασμ.
Kοιμάτι Λάμπρους μου κασαρά σινdόνια
(Κοιμάται ο Λάμπρος μου σε καθαρά σεντόνια)
-ΚΜΣ-ΛΚ5