ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σεντόνι (ουσ. ουδ.) σινdόνι [sin'doni] Σίλ. σινdόν' [sin'don] Μισθ. Από το μεσν. ουσ. σεντόνι, το οπ. από το μεταγν. ουσ. σινδόνιον (υποκορ. του αρχ. ουσ. σινδών).
Σεντόνι : || Ασμ. Kοιμάτι Λάμπρους μου κασαρά σινdόνια (Κοιμάται ο Λάμπρος μου σε καθαρά σεντόνια) -ΚΜΣ-ΛΚ5
Τροποποιήθηκε: 24/02/2025