σενλίκι
(ουσ. ουδ.)
σ̑ενλίκι
[ʃenˈlici]
Φάρασ.
Από το νεότ. ουσ. σενλίκι (πβ. Καλλίν. Ἐπιστ. 3.16. 2095 «νὰ ρίχνουσι τὰ τόπια, ἔτσι τὰ διορίζουν, οὐ μόνον εἰς σενλίκια, χαρὲς καὶ ἑορτές των ἀμὴ καὶ ὅταν ἀπερνᾶ πάντα ὁ βασιλεύς των.»), το οπ. από τουρκ. ουσ. şenlik = διασκέδαση, πανηγύρι. Πβ. και νεότ. σενίκι = δημόσια γιορτή, πανηγυρισμός (βλ. Λεξ. Κριαρ.).
Η ευθυμία
Φάρασ.