ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σεντίρι (ουσ. ουδ.) σεdίρι [se'diri] Μισθ. σεdίρ' [se'dir] Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Σινασσ., Τροχ., Τσαρικ. σετίρ' [seˈtir] Τσαρικ., Φλογ. σ̑αdίρ' [ʃaˈdir] Μισθ. Πληθ. σεdίρια [se'dirʝa] Μισθ., Ποτάμ. σαdίρια [saˈdirʝa] Τελμ. σετίρε [seˈtire] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. sedir (< αραβ. ṣadr) = χαμηλός πάγκος καθιστικού.
Είδος καναπέ, ντιβάνι ό.π.τ. : Σόνgρα έκατσε σο σεdίρ' και ντράνεινε ασ' το πένdζ̑ερε όξω (ύστερα έκατσε στον καναπέ και κοίταζε έξω από το παράθυρο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Έκατσε σο σεdίρ απάνω και άρχεψε να το καμαρών' (έκατσε πάνω στον καναπέ και άρχισε να το καμαρώνει) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Καγίζ̑' το στο σεdίρ' (τον καθίζει στον καναπέ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Κάτσε ντο σεdίρ' απάνω (κάτσε πάνω στον καναπέ) Ουλαγ. -Κεσ. Καχόδουμιστι σου σ̑αντίρ' τσι λέιξαμ' μασάλια (Καθόμαστε στον καναπέ και λέγαμε ιστορίες) Μισθ. -Κοτσαν. Σ̇ετιριού το κοσ̑έ καθούτον ένα γιορόν' ναίκα (Στη γωνιά του καναπέ καθόταν μιά γριά γυναίκα) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Χέκουν do στο σεdίρ' να κάτσ' (Τον βάζουν να κάτσει στον καναπέ) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1554 Ντα γούνdουρις τσ̑είνdι σου σαdίρ απ'κάτ' (Tα παπούτσια είναι κάτω από το ντιβάνι) Μισθ. -Φατ. Πβ. σεντιρλίκι