σεντίρι
(ουσ. ουδ.)
σεdίρι
[se'diri]
Μισθ.
σεdίρ'
[se'dir]
Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Σινασσ., Τροχ., Τσαρικ.
σετίρ'
[seˈtir]
Τσαρικ., Φλογ.
σ̑αdίρ'
[ʃaˈdir]
Μισθ.
Πληθ.
σεdίρια
[se'dirʝa]
Μισθ., Ποτάμ.
σαdίρια
[saˈdirʝa]
Τελμ.
σετίρε
[seˈtire]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. sedir (< αραβ. ṣadr) = χαμηλός πάγκος καθιστικού.
Είδος καναπέ, ντιβάνι
ό.π.τ.
:
Σόνgρα έκατσε σο σεdίρ' και ντράνεινε ασ' το πένdζ̑ερε όξω
(ύστερα έκατσε στον καναπέ και κοίταζε έξω από το παράθυρο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Έκατσε σο σεdίρ απάνω και άρχεψε να το καμαρών'
(έκατσε πάνω στον καναπέ και άρχισε να το καμαρώνει)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Καγίζ̑' το στο σεdίρ'
(τον καθίζει στον καναπέ)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Κάτσε ντο σεdίρ' απάνω
(κάτσε πάνω στον καναπέ)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Καχόδουμιστι σου σ̑αντίρ' τσι λέιξαμ' μασάλια
(Καθόμαστε στον καναπέ και λέγαμε ιστορίες)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σ̇ετιριού το κοσ̑έ καθούτον ένα γιορόν' ναίκα
(Στη γωνιά του καναπέ καθόταν μιά γριά γυναίκα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Χέκουν do στο σεdίρ' να κάτσ'
(Τον βάζουν να κάτσει στον καναπέ)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1554
Ντα γούνdουρις τσ̑είνdι σου σαdίρ απ'κάτ'
(Tα παπούτσια είναι κάτω από το ντιβάνι)
Μισθ.
-Φατ.
Πβ.
σεντιρλίκι