σεμπέμπης
(ουσ. αρσ.)
σεbέbης
[seˈbebis]
Σίλ.
σα̈bα̈́πης
[sæˈbæpis]
Μισθ.
Ουδ.
σεbέπι
[seˈbepi]
Σίλ.
Από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. sebeb ή sebep = α) αιτία, λόγος β) τρόπος, μέσον.
2. Προστάτης
Μισθ.
:
Ξέβα λίου σα̈bα̈́πης σου τάδε
(Στάσου και λίγο προστάτης στον τάδε)
Μισθ.
-Κοτσαν.