ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σεμπέμπης (ουσ. αρσ.) σεbέbης [seˈbebis] Σίλ. σα̈bα̈́πης [sæˈbæpis] Μισθ. Ουδ. σεbέπι [seˈbepi] Σίλ. Από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. sebeb ή sebep = α) αιτία, λόγος β) τρόπος, μέσον.
1. Αίτιος, υπαίτιος ό.π.τ. : Αυτός άρτουπους σεμπέμπης ‘ένηκι αυτό το κιοτουλού (Αυτός ο άνθρωπος έγινε η αιτία γι' αυτό το κακό) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 'ένηκα σεμπέμπι κι έβιξα ντεγί (Έγινα η αιτία του κακού και τον έστειλα εκεί) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Συνών. άκρα, νιαμάς
2. Προστάτης Μισθ. : Ξέβα λίου σα̈bα̈́πης σου τάδε (Στάσου και λίγο προστάτης στον τάδε) Μισθ. -Κοτσαν.