ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σελφί (ουσ. ουδ.) σελφί [selˈfi] Αξ. Πληθ. σελφίγια [selˈfiʝa] Αξ. σεβλίδια [seˈvlidʝa] Ποτάμ. ζέλφια [ˈzelfça] Τελμ. Από το τουρκ. ουσ. selvi ή servi = κυπαρίσσι, ενίοτε με αηχοπ. [v] > [f].
Eγχώριο είδος λεύκας που προσομοιάζει με κυπαρίσσι, είδος Populus simonii fastigiata ό.π.τ.