σεκτώ
(ρ.)
σεκτώ
[seˈkto]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ρ. sekmek = α) αναπηδώ β) προχωρώ πηδώντας στο ένα ή στα δύο πόδια γ) εξοστρακίζομαι.
Προχωρώ πηδώντας στο ένα πόδι