ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σεκλέτι (ουσ. ουδ.) σεκλέτ' [seˈklet] Μισθ. σεκλάτ' [seˈklat] Μισθ. σικλέτ' [siˈklet] Μαλακ. σικλάτ' [siˈklat] Μισθ. Νεότ. ουσ. σικλέτι (Mackridge 2021: 141), το οπ. από το τουρκ. ουσ. sıklet = βάρος, στενοχώρια.
1. Στενοχώρια από ερωτική απογοήτευση ό.π.τ.
2. Ως επίρρ., βαριά ό.π.τ. : Πολύ σεκλάτ' αστενάρ’ (Πολύ βαριά άρρωστος) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. βαριά