σεκλέτι
(ουσ. ουδ.)
σεκλέτ'
[seˈklet]
Μισθ.
σεκλάτ
[seˈklat]
Μισθ.
σικλάτ'
[siˈklat]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. sıklet = βάρος, στενοχώρια.
1. Στενοχώρια από ερωτική απογοήτευση
ό.π.τ.