σελιντού
(ουσ. ουδ.)
σελιντού
[selinˈdu]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. selinti = α) χείμαρρος β) τα φερτά υλικά του χείμαρρου, όπου και παλ. τύπ. selindü (TS, λ. selindi).
Κοίτη ξηροχείμαρρου