ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σελιντού (ουσ. ουδ.) σελιντού [selinˈdu] Μαλακ. Από το τουρκ. ουσ. selinti = α) χείμαρρος β) τα φερτά υλικά του χείμαρρου, όπου και παλ. τύπ. selindü (TS, λ. selindi).
Κοίτη ξηροχείμαρρου
Τροποποιήθηκε: 05/06/2025