καβάκι
(ουσ. ουδ.)
καβάκι
[kaˈvaci]
Σατ.
καβάκ'
[kaˈvak]
Αραβαν., Ποτάμ., Τζαλ., Τροχ.
γκαβάκ'
[gaˈvak]
Ουλαγ.
κ͑αβάχι
[kʰaˈvaçi]
Φάρασ.
χαβάχι
[xaˈvaçi]
Φάρασ.
κ͑αβάχ'
[kʰaˈvax]
Αξ., Γούρδ.
γαβάχ'
[ɣaˈvax]
Αξ., Αραβαν., Μισθ., Σινασσ., Τροχ.
'οβάχ'
[oˈvax]
Αραβαν.
Πληθ.
χαβάχια
[xaˈvaça]
Τζαλ.
χαβάχα
[xaˈvaxa]
Τσουχούρ.
Από το νεότ. ουσ. καβάκι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. kavak, όπου και διαλεκτ. τύπ. gavak και kavah (THADS, λ. gavak, λ. kavah). Ο τύπ. 'οβάχ' πιθ. με ανομοιωτ. αποβολή του αρκτ. υπερωικού συμφ.
Λεύκα
ό.π.τ.
:
Εκού ήτον ένα μέγα γκαβάκ'· έβγαλεν ντο ντο γκαβάκ' απάνω γκαι χερ το βραΰ φέρισ̑κεν ντο μέλ' γκαι καράκ'
(Εκεί ήταν μιά λεύκα· την ανέβασε πάνω στην λεύκα και κάθε βράδυ τής έφερνε μέλι και βούτυρο)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ερχούdουνε α φίδι να μες φά' τζ̑αι κρέμ'σεν το φίδι 'ς το κ͑αβάχι
(Ερχόταν ένα φίδι να μας φάει, και το κρέμασε από την λεύκα)
Φάρασ.
-Dawk.
Σ̑'κώχ̇εν, πήγ̇εν στο καβάχ' αποκάτω
(Σηκώθηκε, πήγε κάτω από την λεύκα)
Αξ.
-Dawk.
Τσειόδουν ένα πολύ μεγάλο γαβάχ'
(Ήταν μιά πολύ μεγάλη λεύκα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΑΠΘ
Ντρανούν ένα πολύ ψελό γαβάχ'· ασ' το γαβάχ' ομbρό περνάσ̑κεν ιρμάχ'. Κάτσαν 'ζ γαβαχγιού τη ρίζα να ντιgνενdίσ̑'νε
(Βλέπουν μιά πολύ ψηλή λεύκα· Μπροστά από την λεύκα περνούσε ένα ποτάμι. Κάθισαν στην ρίζα της λεύκας να ξεκουραστούν)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Εκεί ασ' το ήσαμ πολλά λερά, ήσαν γκαι πολλά γαβάχ̇για
(Εκεί, επειδή υπήρχαν πολλά νερά, υπήρχαν και πολλές λεύκες)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ανέβαν 'ς ένα 'οβάχ
(Σκαρφάλωσαν σε μιά λεύκα)
Αραβαν.
-Dawk.
Τα ’δρά τα χαβάχα ήσανdι σου πεγαϊδού το κάχι
(Οι μεγάλες λεύκες ήταν στην άκρη του πηγαδιού)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Φρ.
Ψεό χαβάχι
(Ψηλή λεύκα˙ πανύψηλος άνθρωπος)
Φάρασ.
-Αναστασ.
|| Παροιμ.
Όταν βγει το γαιδούρ' στο γαβάχ'
(Όταν ανεβεί το γαϊδούρι στην λεύκα˙ για περιπτώσεις όπου κάτι είναι αδύνατο)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Έχω α χαβάχι, χα̈ρ ο νώμος του έσ̑ει δώδεκα φύα
(Έχω μιά λεύκα, κάθε κλαδί της έχει δώδεκα φύλλα˙ το Ευαγγέλιο με τους δώδεκα Αποστόλους)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.