ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κάβλι (ουσ. ουδ.) κ͑άβλι [ˈkʰavli] Φάρασ. Από το νεότ. ουσ. κάβλι = συμφωνία, συμβόλαιο (πβ. Διήγ. Βεφ. Μιχρ. 2.1021 «Κι ἀφ’ οὗ λοιπὸν ἐκάμασιν οἱ δυὸ αὐτὸ τὸ κάβλι, πῆρ’ ἡ Μιχρὴ τὴ μιὰ μεριὰ καὶ ὁ Βεφὰς τὴν ἄλλη»), το οπ. από το τουρκ. ουσ. kavil ή kavl (< αραβ. kawl) = α) λόγια β) ισχυρισμός γ) συμβόλαιο.
Ρητό, γνωμικό, παροιμία.