κάβλι
(ουσ. ουδ.)
κ͑άβλι
[ˈkʰavli]
Φάρασ.
Από το νεότ. ουσ. κάβλι = συμφωνία, συμβόλαιο (πβ. Διήγ. Βεφ. Μιχρ. 2.1021 «Κι ἀφ’ οὗ λοιπὸν ἐκάμασιν οἱ δυὸ αὐτὸ τὸ κάβλι, πῆρ’ ἡ Μιχρὴ τὴ μιὰ μεριὰ καὶ ὁ Βεφὰς τὴν ἄλλη»), το οπ. από το τουρκ. ουσ. kavil ή kavl (< αραβ. kawl) = α) λόγια β) ισχυρισμός γ) συμβόλαιο.
Ρητό, γνωμικό, παροιμία.