κάβι
(ουσ. ουδ.)
κάβ'
[kav]
Αξ.
qάβ'
[qav]
Φλογ.
γάβ'
[ɣav]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. kav= ίσκα.
1. Ίσκα
Αξ., Φλογ.
2. Φιτίλι από ύφασμα εμποτισμένο με έυφλεκτη φυτική ουσία
Μισθ.