ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κάβι (ουσ. ουδ.) κάβ' [kav] Αξ. qάβ' [qav] Φλογ. γάβ' [ɣav] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. kav= ίσκα.
1. Ίσκα Αξ., Φλογ.
2. Φιτίλι από ύφασμα εμποτισμένο με έυφλεκτη φυτική ουσία Μισθ.
Τροποποιήθηκε: 28/11/2024