καβούμι
(ουσ. ουδ.)
χαβούμ’
[xaˈvum]
Σινασσ.
Πληθ.
καβούμια
[kaˈvumɲa]
Φλογ.
χαβούμια
[xaˈvumɲa]
Σινασσ.
γαβούμια
[ɣaˈvumɲa]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. kavim = α) λαός, φυλή β) οικογένεια, γενιά, όπου και διαλεκτ. τύπ. kavum.
Συγγενής
ό.π.τ.
:
Α νισκότουν ιλαζΐμ, γιορτή, περπαίνισκεν το σα καβούμια τ'
(Αν γινόταν γιορτή, το πήγαινε στους συγγενείς του)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Έχομ' και τζαγό σόι, ασ' τα Τσούκες τολλαγί· να μην έν' και χαβούμ';
(Έχουμε και λίγο σόι, από την πλευρά των Τσουκαίων· μήπως είμαστε και συγγενείς;)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Nα μαζευτούμ' ούλα μας τα γαβούμια, να λαήσουμι γομσουλούχ' μας
(Θα μαζευτούμε όλοι οι συγγενείς, θα καλέσουμε τη γειτονιά μας)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
χισίμι
Τροποποιήθηκε: 22/10/2025