καβούμι
(ουσ. ουδ.)
χαβούμ’
[xaˈvum]
Σινασσ.
Πληθ.
καβούμια
[kaˈvumɲa]
Φλογ.
χαβούμια
[xaˈvumɲa]
Σινασσ.
γαβούμια
[ɣaˈvumɲa]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. kavim = α) λαός, φυλή β) οικογένεια, γενιά, όπου και διαλεκτ. τύπ. kavum.
Συγγενής
ό.π.τ.
:
Έχομ' και τζαγό σόι, ασ' τα Τσούκες τολλαγί· να μην έν' και χαβούμ';
(Έχουμε και λίγο σόι, από την πλευρά των Τσουκαίων· μήπως είμαστε και συγγενείς;)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Nα μαζευτούμ' ούλα μας τα γαβούμια, να λαήσουμι γουμσουλούχ' μας
(Να μαζευτούμε όλοι οι συγγενείς μας, να μιλήσουμε στην γειτονιά μας)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.