ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καβούμι (ουσ. ουδ.) χαβούμ’ [xaˈvum] Σινασσ. Πληθ. καβούμια [kaˈvumɲa] Φλογ. χαβούμια [xaˈvumɲa] Σινασσ. γαβούμια [ɣaˈvumɲa] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. kavim = α) λαός, φυλή β) οικογένεια, γενιά, όπου και διαλεκτ. τύπ. kavum.
Συγγενής ό.π.τ. : Α νισκότουν ιλαζΐμ, γιορτή, περπαίνισκεν το σα καβούμια τ' (Αν γινόταν γιορτή, το πήγαινε στους συγγενείς του) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Έχομ' και τζαγό σόι, ασ' τα Τσούκες τολλαγί· να μην έν' και χαβούμ'; (Έχουμε και λίγο σόι, από την πλευρά των Τσουκαίων· μήπως είμαστε και συγγενείς;) Σινασσ. -Λεύκωμα Nα μαζευτούμ' ούλα μας τα γαβούμια, να λαήσουμι γομσουλούχ' μας (Θα μαζευτούμε όλοι οι συγγενείς, θα καλέσουμε τη γειτονιά μας) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. χισίμι
Τροποποιήθηκε: 22/10/2025