ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καβούμι (ουσ. ουδ.) χαβούμ’ [xaˈvum] Σινασσ. Πληθ. καβούμια [kaˈvumɲa] Φλογ. χαβούμια [xaˈvumɲa] Σινασσ. γαβούμια [ɣaˈvumɲa] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. kavim = α) λαός, φυλή β) οικογένεια, γενιά, όπου και διαλεκτ. τύπ. kavum.
Συγγενής ό.π.τ. : Έχομ' και τζαγό σόι, ασ' τα Τσούκες τολλαγί· να μην έν' και χαβούμ'; (Έχουμε και λίγο σόι, από την πλευρά των Τσουκαίων· μήπως είμαστε και συγγενείς;) Σινασσ. -Λεύκωμα Nα μαζευτούμ' ούλα μας τα γαβούμια, να λαήσουμι γουμσουλούχ' μας (Να μαζευτούμε όλοι οι συγγενείς μας, να μιλήσουμε στην γειτονιά μας) Σίλ. -Κωστ.Σ.