ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καβουρντίζω (ρ.) καβουρντίζω [kavurˈdizo] Δίλ., Μισθ., Φλογ. καβουρντούζω [kavurˈduzo] Σεμέντρ. qαβι̂ρτίζω [qavɯrˈtizo] Μαλακ. γαβουρντίζω [ɣavurˈdizo] Μισθ. γαβουρτίζω [ɣavurˈtizo] Μισθ. γαβουρτίζου [ɣavurˈtizu] Φάρασ. χαβουρτζίζου [xavurˈdzizu] Σίλ. γαβουρντάω [ɣavurˈdao] Φάρασ. καβουρτώ [kavurˈto] Μαλακ., Φλογ. καουρντάω [kaurˈdao] Φάρασ. Αόρ. qαβι̂́ρσα [qaˈvɯrsa] Μαλακ. Αόρ. καβρούντ'σα [kaˈvruntsa] Φλογ. Μτχ. γαβουρτημένου [ɣavurtiˈmenu] Φάρασ. Νεότ. ρ. καβουρντίζω (Μηνάς 2012: 238), το oπ. από τον αορ. kavurdı του τουρκ. ρ. kavurmak = α) τηγανίζω, ψήνω β) στεγνώνω.
1. Καβουρντίζω, ψήνω σε φωτιά χωρίς νερό κόκκους καφέ, σιταριού, κρέας κτλ. ό.π.τ. : Γαβουρντίζου ντ’ αλέβιρ να μποίκου ζωμί (Kαβουρντίζω το αλεύρι να φτιάξω χυλό) Μισθ. -Κοτσαν. Δου κιριάς χέκιξαν ντου σου τα̈́νdζαρα, γαβούρδιζαν ντου (To κρέας το έβαζαν στον τέντζερη, το καβούρδιζαν) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. φρύγω :1
2. Τηγανίζω Σεμέντρ.
3. Kαπνίζω, κάνω κάτι καπνιστό Μαλακ., Σίλ. : Καβούρτανε μπακαλιάρο να βγάλλ' το ψωμί μας (Καβούρδιζε μπακαλιάρο για να βγάζουμε το ψωμί μας) Μαλακ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β
4. Αμτβ., ψήνομαι Φλογ. : Καβρούντ'σεν το ζεϊρέκι (Ψήθηκε το λινάρι, ενν. για την παρασκευή λαδιού) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812