καγιατσής
(ουσ. αρσ.)
χαγιατσής
[xaʝaˈtsis]
Σινασσ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kayacı= λιθοξόος.
Λιθοξόος, πελεκητής βράχων