καβουστουρντίζω
(ρ.)
καβουστουρντίζω
[kavusturˈdizo]
Ανακ.
qαβι̂σ̑τι̂ρτίζω
[qavɯʃtɯrˈtizo]
Μαλακ.
γαβουσ̑τουρντίζω
[ɣavuʃturˈdizo]
Φάρασ.
γαουσ̑τουρντίζω
[ɣauʃturˈdizo]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. kavuşturmak (αόρ. kavuşturdu) = ενώνω.
1. Μτβ., κάνω κάτι να πλησιάσει, να συναντηθεί, να ενωθεί
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Παναΐα να σε καβουσ̑τουρντίσ’ το χασ̑ιρέτη σ'
(Η Παναγία να σε κάνει να ανταμώσεις με τον ξενιτεμένο σου˙ ευχή σε γυναίκα με σύζυγο στην ξενιτιά)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
γιαναστιρντώ
2. Κλείνω ερμητικά
Μαλακ.