ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καγιλατίζω (ρ.) καγιλατίζω [kaʝilaˈtizo] Μαλακ. Αόρ. καγιλάτ'σα [kaʝiˈlatsa] Μαλακ. Από το τουρκ. ρ. kakılmak, παθ. τύπ. του ρ. kakmak (kahmak) = α) σπρώχνω β) κλοτσώ γ) κλέβω δ) χτυπώ δυνατά κατά τις δομές σε -λα(ν)τίζω.
Αποκρούω Μαλακ.
Τροποποιήθηκε: 23/01/2025