καγιλατίζω
(ρ.)
καγιλατίζω
[kaʝilaˈtizo]
Μαλακ.
Αόρ.
καγιλάτ'σα
[kaʝiˈlatsa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ρ. kakılmak, παθ. τύπ. του ρ. kakmak (kahmak) = α) σπρώχνω β) κλοτσώ γ) κλέβω δ) χτυπώ δυνατά κατά τις δομές σε -λα(ν)τίζω.
Αποκρούω
Μαλακ.