ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κάγκελο (ουσ. ουδ.) κάνgελο [ˈkanɟelo] Γούρδ., Μισθ. Πληθ. κάνgελα [ˈkanɟela] Αξ. κάνgιλα [ˈkanɟila] Σίλ. Μεταγν. ουσ. κάγκελλον (στην σημ. 2), το οπ. από το λατιν. ουσ. cancellus = κιγκλίδωμα. Η σημ. 2 πιθ. από επίδρ. της ν.ε.
1. Καθένα από τα κατακόρυφα ξύλα του κιγκλιδώματος μιας βοϊδάμαξας Αξ., Γούρδ.
2. Κιγκλίδωμα, παραπέτο Μισθ., Σίλ. : Να βάψ' δου κάνgελο 'ς του μπαλκόν' (Να βάψει το κάγκελο στο μπαλκόνι) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. διραποζόνι, παρμάκι