καζικλατίζω
(ρ.)
qαζι̂κλατίζου
[qazɯklaˈtizu]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ρ. kazıklamak = παλουκώνω.
Παλουκώνω, ανασκολοπίζω
Πβ.
γαζούχ