κάης
(ουσ. αρσ.)
κάης
[ˈkais ]
Φάρασ.
Από το μεσοπαθ. θ. κα- του ρ. καίω και το παραγωγ. επίθμ. -ης.
Η δεύτερη ημέρα του Μαΐου, ημέρα αργίας
Φάρασ.
:
Σήμερο έν’ ο Μάης, την ευή έν’ κάης. Τζ̑ο θέκνουν αγγουρα̈́, τζ̑ο ’δρεύουν ντα να μη ξερώσει
(Σήμερα είναι ο Μάης, αύριο είναι ο κάης. Δεν φυτεύουν κήπο, δεν τον ποτίζουν για να μην ξεραθεί)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.