ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κάης (ουσ. αρσ.) κάης [ˈkais ] Φάρασ. Από το μεσοπαθ. θ. κα- του ρ. καίω και το παραγωγ. επίθμ. -ης.
Η δεύτερη ημέρα του Μαΐου, ημέρα αργίας Φάρασ. : Σήμερο έν’ ο Μάης, την ευή έν’ κάης. Τζ̑ο θέκνουν αγγουρα̈́, τζ̑ο ’δρεύουν ντα να μη ξερώσει (Σήμερα είναι ο Μάης, αύριο είναι ο κάης. Δεν φυτεύουν κήπο, δεν τον ποτίζουν για να μην ξεραθεί) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ.