καθίζω
(ρ.)
καθίζω
[kaˈθizo]
Δίλ., Φλογ.
καρίζω
[kaˈrizo]
Αραβαν., Γούρδ.
καΐζω
[kaˈizo]
Αξ., Μισθ.
καγίζω
[kaˈʝizo]
Αξ., Γούρδ.
Αρχ. ρ. καθίζω. Ο τύπ. καθίνω αναλογ. προς ρήματα σε -νω (βλ. Ανδριώτης 1948: 43).
1. Καθίζω, βάζω κάποιον σε καθιστή θέση
ό.π.τ.
:
Πλυνίσ̑κ’ λούζ̑’, μεταλλάζ̑’ τα φορ’τσ̑έζ-ου-τ', καγίζ̑’ το στο σεdίρ
(τον πλένει, τον λούζει, του αλλάζει τα ρούχα του, τον καθίζει στον καναπέ)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Φόρ’ναν το κιαλι̂́νqîζα, χαζîρλάταναν το και κάθιζαν το σ’ ένα γιαστι̂́χ’ απάνω
(Έντυναν την μελλόνυμφη, την ετοίμαζαν και την κάθιζαν πάνω σ’ ένα μαξιλάρι)
Φάρασ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Φρ.
Να το κα'ίσουμ’ ή να του τσ̑οιμίσουμ’
(Να τον βάλουμε σε καθιστή θέση ή να τον κοιμίσουμε, δηλ. να τον ξαπλώσουμε˙ ερώτηση σε παπαδιά όταν έθαβαν τον σύζυγό της· αν απαντούσε καθιστό εξέφραζε πρόθεσή να μην ξαναπαντρευτεί)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Κάγ’σα κλώκα
(κάθισα κλώσσα˙ έβαλα κλώσσα να κλωσσίσει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Κάγ’σα πένdε γρούσ̑α
(Κάθισα πέντε γρόσια˙ κέρδισα πέντε γρόσια)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Καρίζω μάσ̑'
(καθίζω το μάτι˙ κάνω νεύμα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Κάρ’σαν ντο μίτροπος
(τον κάθισαν επίτροπο˙ τον εξευτίλισαν)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Καρίζω φσ̑άχι
(καθίζω το παιδί˙ διδάσκω σε παιδιά)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
καθιναίνω
2. Σταματώ να ρίχνω καύσιμη ύλη σε θερμαντική συσκευή
Αξ.
:
Καγίζω το τουνdούρ'
(καθίζω το τουντούρι, αφήνω τη φωτιά να κατακάτσει)
-Μαυρ.-Κεσ.
3. Μεσοπαθ., ηττώμαι (επειδή στην πάλη ο ηττημένος καθόταν με την πλάτη στο έδαφος)
Καππ.
Αντίθ
γιντίζω, κερδίζω, ουτιέγω, Συνών.
καθίζω :4
Τροποποιήθηκε: 06/10/2025