ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καθίζω (ρ.) καθίζω [kaˈθizo] Δίλ., Φλογ. καρίζω [kaˈrizo] Αραβαν., Γούρδ. κα'ίζω [kaˈizo] Αξ., Μισθ. καγίζω [kaˈʝizo] Αξ., Γούρδ. Αρχ. ρ. καθίζω. Ο τύπ. καθίνω αναλογ. προς ρήματα σε -νω (βλ. Ανδριώτης 1948: 43).
1. Καθίζω, βάζω κάποιον σε καθιστή θέση ό.π.τ. : Πλυνίσ̑κ’ λούζ̑’, μεταλλάζ̑’ τα φορ’τσ̑έζ-ου-τ', καγίζ̑’ το στο σεdίρ (τον πλένει, τον λούζει, του αλλάζει τα ρούχα του, τον καθίζει στον καναπέ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Έβγκαλε αdζ̑είνο το παλληκάρι το γαμbρόν ντου. Κάθινέν ντα σον ντόπαν ντου σο τάχτι (έφερε μπροστά εκείνο το παλληκάρι, τον γαμπρό του, τον έβαλε να κάτσει στην θέση του στον θρόνο) Φάρασ. -Dawk. || Φρ. Να το καΐσουμ’ ή να του τσ̑οιμίσουμ’ (να τον βάλουμε σε καθιστή θέση ή να τον κοιμίσουμε, δηλ. να τον ξαπλώσουμε˙ η ερώτηση απευθυνόταν σε νέα παπαδιά όταν έθαβαν τον παπά σύζυγό της, η οποία αν απαντούσε να τον βάλουν καθιστό εξέφραζε την πρόθεσή της να μην ξαναπαντρευτεί) Μισθ. -Κωστ.Μ. Κάγ’σα κλώκα (κάθισα κλώσα˙ έβαλα κλώσα να κλωσίσει) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Κάγ’σα πένdε γρούσ̑α (κάθισα πέντε γρόσια˙ κέρδισα πέντε γρόσια) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Καρίζω μάσ̑' (καθίζω το μάτι˙ κάνω νεύμα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Κάρ’σαν ντο μίτροπος (τον κάθισαν επίτροπο˙ τον εξευτίλισαν) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Καρίζω φσ̑άχι (καθίζω το παιδί˙ διδάσκω σε παιδιά) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
2. Σταματώ να ρίχνω καύσιμη ύλη σε θερμαντική συσκευή Αξ. : Καγίζω το τουνdούρ' (καθίζω το τουντούρι, σταματώ να το ανατροφοδοτώ με καύσιμη ύλη) -Μαυρ.-Κεσ.
3. Μεσοπαθ., ηττώμαι (επειδή στην πάλη ο ηττημένος καθόταν με την πλάτη στο έδαφος) Καππ.