ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καθιναίνω (ρ.) καθιναίνω [kaθiˈneno] Φάρασ. Αόρ. κάθινα [ˈkaθina] Φάρασ. Aπό το ρ. καθίζω, αναλογ. με βάση τον αόρ. κάθινα. Πβ. αρχ. τύπ. καθιννύομαι.
Καθίζω κάποιον, βάζω κάποιον να καθίσει Φάρασ. : Καθιναίνει ντα τις κόρντοι ση στράτα (Βάζει τους τυφλούς να καθίσουν στο δρόμο) Φάρασ. -Dawk. Έβγκαλε αdζ̑είνο το παλληκάρι το γαμbρόν ντου, κάθινέν ντα σον ντόπαν ντου σο τάχτι (Έφερε μπροστά εκείνο το παλληκάρι, τον γαμπρό του, τον έβαλε να καθίσει στην θέση του στον θρόνο) Φάρασ. -Dawk. Συνών. καθίζω