καθαροκόσκινο
(ουσ. ουδ.)
καθ'ρακότσ̑ινο
[kaθraˈkotʃino]
Αραβαν., Φάρασ.
κατ'ρακόσκινο
[katraˈkoscino]
Γούρδ.
κατ'ρακόσ̑κινο
[katraˈkoʃcino]
Αραβαν.
καρακόσ̑κινο
[karaˈkoʃcino]
Αξ.
καρακόσ̑κινου
[karaˈkoʃcinu]
Μισθ.
Από το μεσν. ουσ. καθαροκόσκινον με ανομοιωτ. αποβ. του μεσαίου [a], ανομ. [o-o > a-o] και στην συνέχεια και ανομ. τρόπου άρθρωσης [θr > tr] στο Αραβανί, απλολ. [kaθaro > karo]. Στους τύπ. καρα- δεν αποκλείεται παρετυμολ. επίδρ. του προθμ. καρα-.
Ψιλό κόσκινο, κρησάρα, σίτα
ό.π.τ.
:
Σ̑ινιάζου αλεύιρ μι ντου καρακόσ̑κινου
(Κοσκινίζω αλεύρι με την κρησάρα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Αντίθ
αδροκόσκινο, αρυκόσκινο