καζντώ
(ρ.)
qαζντώ
[qazˈdo]
Φερτάκ.
γκαζντού
[gaˈzdu]
Ουλαγ.
γαϊdζ̑ίζου
[ɣaiˈdʒizu]
Σίλ.
Παρατατ.
qάζντινα
[ˈqazdina]
Φερτάκ.
Αόρ.
κ͑άσα
[ˈkʰasa]
Τελμ., Φερτάκ.
Από τον αορ. kazdı του τουρκ. ρ. kazmak = σκάβω, όπου και διαλεκτ. τύπ. gazmak.
Σκάβω
ό.π.τ.
:
Γαΐτζ̑ισαμ’ τα τ͑εμέλια
(Σκάβαμε τα θεμέλια)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ3
Εζήτ'σι αψά τους αρτώπουρούς του να γαζτζίσουσ̑ι ένα λημόρι να την πουχώσουσ̑ι ως τσην μέσην τσης
(Ζήτησε αμέσως από τους ανθρώπους του να σκάψουν ένα μνήμα και να την παραχώσουν μέχρι την μέση της)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Συνών.
γιαρντώ, γρύχω, ρύσσω, σκάβω