ρύσσω
(ρ.)
'ρύσσω
[ˈriso]
Φάρασ.
'ρύχω
[ˈrixo]
Τσαρικ.
'ρύγου
[ˈriɣu]
Μαλακ.
'ρύζω
[ˈrizo]
Φάρασ.
'ρύχνω
[ˈrixno]
Φλογ.
'ρύσκω
[ˈrisko]
Φάρασ.
Παρατατ.
'ρύσκα
[ˈriska]
Φάρασ., Φκόσ.
ρύχνισκα
[ʹrixniska]
Φλογ.
Αόρ.
έρυξα
[ˈeriksa]
Μαλακ.
Υποτ.
'ρύξου
[ˈriksu]
Μαλακ.
Από το αρχ. ρ. ὀρύσσω. Ο τύπ. 'ρύγου από ήδη μεσν. τύπ. ὀρύγω με αποβολή του αρκτ. άτονου φων. (Dawkins 1921: 50).
Πβ.
γρύχω
Σκάβω
ό.π.τ.
:
'Ρυκ͑' πολύ βαθικό ένα τόπους
(Σκάβει ένα πολύ βαθύ μέρος)
Μαλακ.
-Dawk.
'Ρύσσκαμε, βγκαλίνκαμε άσπρο χώμα
(Σκάβαμε, βγάζαμε άσπρο χώμα)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Μπασ̑λάτ'σαν τ' α̈σκέι τ' να 'ρύξ'νι πολύ. Ἐρυξαν, έρυξαν, κόνdιψαν να φέρ'νι τα πράματα
(Άρχισαν οι στρατιώτες να σκάβουν πολύ. Έσκαψαν, έσκαψαν, κόντεψαν να φτάσουν να βρουν τα πράγματα)
Μαλακ.
-Dawk.
Ηύρεν τον τόπα, έρυξε, τζ̑αι θωρεί τι έβγκην αν πιθάρι ση μέση
(Έσκαψε και βλέπει ότι βγήκε στη μέση ένα πιθάρι)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
'δρευτίνκεν τα 'βκάτζ̑α, γασμαλατίσκεν τα, 'ρύσκεν τα
(Άρδευε τα αυλάκια, τα τσάπιζε, τα έσκαβε)
Φκόσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ373
Φλοϊτενός ρύχνισ̑κεν, βγάλλισ̑κεν αράδα κρομμύια
(Ο Φλογητινός έσκαβε, έβγαζε ένα σωρό κρεμμύδια)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
γιαρντώ, καζντώ, σέρνω