ρωθώνι
(ουσ. ουδ.)
ρωγιών'
[roˈʝon]
Αξ.
ρωρών'
[roˈron]
Αραβαν.
ρουρούν'
[ruˈrun]
Γούρδ.
Πληθ.
ρωθώνε
[roˈθone]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. ρωθώνιον, το οπ. υποκορ. του μεταγν. ῥώθων = μύτη. Ο τύπ. ρουρούν' με τροπή [o] > [u] λόγω επίδρασης του [n] και υποχωρητ. αφομ. [o-u] > [u-u]. Πβ. το νεοελλην. ρουθούνι.
Ρουθούνι
ό.π.τ.