ρυμιό
(ουσ. ουδ.)
ρυμιό
[riˈmɲo]
Ανακ., Αξ., Αραβαν.
ρυμιός
[riˈmɲos]
Αραβαν., Γούρδ.
ορνιό
[orˈɲo]
Ανακ., Μαλακ., Φλογ.
Από το μεσν. ουσ. ρυμίον = στενός δρόμος, σοκάκι, υποκορ. του αρχ. ῥύμη. Για την λ. βλ. Παπαδόπουλος (1939: 19).
1. Στενός δρόμος
Αραβαν., Γούρδ.
2. Κατηφοριά που οδηγεί σε υπόγειο καταφύγιο
Ανακ., Αξ., Φλογ.
:
Και μέσα είχεν μέγα ορνιό μακρύ
(Και μέσα είχε ένα μακρύ διάδρομο, ενν. το στοιχειωμένο κάστρο)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
3. Προθάλαμος, χολ σπιτιού
Ανακ., Μαλακ., Φλογ.