ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ρουχί (ουσ. ουδ.) ρουχί [ruˈçi] Φάρασ. ρουσ̑ί [ru'ʃi] Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. Από το μεσν. ουσ. ῥαχίον = κορυφογραμμή (πβ. Καρολίδης 1885:209 και Ανδριώτης 1948: 88), το οπ. υποκορ. του αρχ. ουσ. ῥάχις. Η τροπή /a/ > /u/ πιθ. αναλογ. κατά το βουνί.
Βουνό Φάρασ. : Πήγε 'ς 'α ρουσ̑ί, ήτουνε 'α γρά (Πήγε σ' ένα βουνό, ήτανε μιά γριά) Φάρασ. -Grég. Πήγε σον ελιάς το ρουχί, τζαι οι τζιράχοι κουθάνκαν ς οπίσω του (Πήγε στο Όρος των Ελαιών και οι μαθητές ακολουθούσαν πίσω του) Φάρασ. -Lag. Αράτσεν σα ρουσ̑ία πέσου· τζ̑ούβρεν ντα (Έψαξε μέσα στα βουνά· δεν το βρήκε) Φάρασ. -Dawk. Έβγκην το αρκούδι σα ρουσ̑ία (Βγήκε η αρκούδα στα βουνά) Αφσάρ. -Dawk. Έλα σο ρουσ̑ί τη μερέ (Έλα στο μέρος του βουνού) Φάρασ. -Αναστασ. Ατσεί σου ρουσ̑ού τη ρίζα είσ̑ινι ά μιτσίκκου μαγαράς, πό πιτσεί βγαίγκηνι ο άγιασμος (Εκεί στη ρίζα του βουνού είχε μιά μικρή σπηλιά, από εκεί έβγαινε ο αγιασμός) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Ατό τη ημέρα ξείλσιν πολύ σ̑όνι τσ̑’ 'ενότουν τουφάνι σο ρουσ̑ί (Αυτή την ημέρα έπεσε πολύ χιόνι και έγινε χιονοθύελλα στο βουνό) Φάρασ. -Παπαδ. Ξείλ'σαμ' στα ρουσία τζαι τζοι κάτζοι τζαι στα παγάνια 'πέσω, βράδυνε (Πέσαμε στα βουνά και στα βράχια και στα φαράγγια μέσα, νυχτωθήκαμε) Φάρασ. -Thumb Τα μιτσίκκα μου τα χρόνε έζησά τα 'ντάμα σας σερπέσε σα ρουσ̑ία τζ̑αι σα παγάνε 'νάμεσα (Τα παιδικά μου χρόνια τα έζησα μαζί σας ελεύθερα στα βουνά και στα φαράγγια) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. || Φρ. Ελιά το ρουχί (Το βουνό της ελιάς˙ Το όρος των Ελαιών) Φάρασ. -Lag. || Παροιμ. Ο Θεός σα ψεά τα ρουσ̑ία κονdά το σ̑όνι (O Θεός στα ψηλά τα βουνά ρίχνει το χιόνι˙ Ο Θεός στέλνει μεγάλα βάσανα σε αυτούς που μπορούν να τα αντέξουν) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Το μέγον το ρουσ̑ί έσ̑ει μέγον φουρτούνα (Το μεγάλο βουνό έχει μεγάλη καταιγίδα˙ Το ίδιο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Ρουσ̑ί σο ρουσ̑ίν μπάνου 'ίνεται, το σπιτιν σο σπίτιν μπάνου τζ̑ο 'ίνεται (Βουνό πάνω στο βουνό γίνεται, το σπίτι πάνω στο σπίτι δεν γίνεται˙ Είναι πολύ δύσκολο να συγκατοικήσουν δύο οικογένειες) Φάρασ.
Συνών. βουνί