ρούπι
(ουσ. ουδ.)
ρούπ'
[rup]
Αξ., Μαλακ., Φλογ.
ουρούπ
[uˈrup]
Ανακ.
ορούπ
[oˈrup]
Ανακ.
ρούbι
[ˈrubi]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. urup = τo 1/8 του πήχεως (παλαιά μονάδα μήκους). Η λ. ήδη νεότ. με την σημ. ‘νομισματική μονάδα'.
Πβ.
μισόρπο
Μέτρο χωρητικότητας, περ. 1/4 του κιλού
ό.π.τ.
:
Ένα αρσ̑ίνι έσ̑ει οχτώ ρούbια
(μία πήχη έχει οχτώ ρούπια)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ένα αρσ̑ίνι, έξι ρούbια εγίνισκινι
(Ένας πήχης, έξι ρούπια γινόταν, ενν. ο σταλακτίτης του πάγου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.