ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ρούπι (ουσ. ουδ.) ρούπ' [rup] Αξ., Μαλακ., Φλογ. ουρούπ [uˈrup] Ανακ. ορούπ [oˈrup] Ανακ. ρούbι [ˈrubi] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. urup = τo 1/8 του πήχεως (παλαιά μονάδα μήκους). Η λ. ήδη νεότ. με την σημ. ‘νομισματική μονάδα'. Πβ. μισόρπο
Μέτρο χωρητικότητας, περ. 1/4 του κιλού ό.π.τ. : Ένα αρσ̑ίνι έσ̑ει οχτώ ρούbια (μία πήχη έχει οχτώ ρούπια) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ένα αρσ̑ίνι, έξι ρούbια εγίνισκινι (Ένας πήχης, έξι ρούπια γινόταν, ενν. ο σταλακτίτης του πάγου) Σίλ. -Κωστ.Σ.