ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ρογεύω (ρ.) ρογεύω [roˈʝevo] Αξ. Αόρ. ρόγεψα [ˈroʝepsa] Αξ. Παθ. ρογεύουμαι [roˈʝevume] Αξ. Από το μεταγν. ρ. ῥογεύω = διανέμω.
Τακτοποιώ, συμμαζεύω Αξ. : Σέρεψε ρόγεψε (Συγύρισε, συμμάζεψε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.