ρογεύω
(ρ.)
ρογεύω
[roˈʝevo]
Αξ.
Αόρ.
ρόγεψα
[ˈroʝepsa]
Αξ.
Παθ.
ρογεύουμαι
[roˈʝevume]
Αξ.
Από το μεταγν. ρ. ῥογεύω = διανέμω.
Τακτοποιώ, συμμαζεύω
Αξ.
:
Σέρεψε ρόγεψε
(Συγύρισε, συμμάζεψε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.