ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ρογεύω (ρ.) ρογεύω [roˈʝevo] Αξ. Αόρ. ρόγεψα [ˈroʝepsa] Αξ. Παθ. ρογεύουμαι [roˈʝevume] Αξ. Από το μεταγν. ρ. ῥογεύω = διανέμω.
Τακτοποιώ, συμμαζεύω Αξ. : Σέρεψε ρόγεψε (Συγύρισε, συμμάζεψε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. γαραλαΐζω :2, γερλεστιρντίζω, ορθώνω :4, πακλατίζω :2, πανασηκώνω :1, σωρεύω :1
Τροποποιήθηκε: 24/08/2025