ρίψιμο
(ουσ. ουδ.)
ρίψ̑ιμο
[ˈripʃimo]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ.
ρίψιμου
[ˈripsimu]
Μισθ.
Από το μεσν. ουσ. ρίψιμον = απόρριψη μέρους του μεταφερόμενου φορτίου από το πλοίο στην θάλασσα σε ώρα κινδύνου.
1. Ρίξιμο
ό.π.τ.
:
Χταριού ντου ρίψιμου
(Το ρίξιμο της πέτρας)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
ρίφτημα, σύρσιμο :1
2. Άμβλωση
Μισθ.
Τροποποιήθηκε: 04/03/2025