ρίψιμο
(ουσ. ουδ.)
ρίψ̑ιμο
[ˈripʃimo]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ.
ρίψιμου
[ˈripsimu]
Μισθ.
Από το μεσν. ουσ. ρίψιμον.
1. Ρίξιμο
ό.π.τ.
:
Χταριού ντου ρίψιμου
(Το ρίξιμο της πέτρας)
Μισθ.
-Κοτσαν.
2. Άμβλωση
Μισθ.