ρίφτω
(ρ.)
ρίφτω
[ˈrifto]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Τελμ., Φερτάκ., Φλογ.
ρίφτου
[ˈriftu]
Μισθ.
ρίχτου
[ˈrixtu]
Δίλ., Μισθ., Σίλ.
Παρατατ.
ρίβιξα
[ˈriviksa]
Μισθ.
ρίφτισ̑κα
[ˈriftiʃka]
Αξ., Τροχ.
ρίχτισ̑κα
[ˈrixtiʃka]
Αξ., Αραβ.
Αόρ.
έριψα
['eripsa]
Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Ποτάμ., Φερτάκ.
γ' Εν. Αόρ.
έρψεν
['erpsen]
Αξ.
Προστ.
ρίψε
[ˈripse]
Αραβαν., Τελμ.
Παθ.
ρίφτουμαι
[ˈriftume]
Γούρδ.
Από το αρχ. ρ. ῥίπτω με ανομ. τρόπου άρθρωσης [pt] > [ft]. Ο τύπ. ρίχτου από μεσν. τύπ. ῥίχτω.
Ρίχνω
ό.π.τ.
:
Σ̑ύρε και ρίψε το 'ς ένα καλό ντουζάχ
(πήγαινε και ρίξε τον σε μία καλή παγίδα)
Τελμ.
-Dawk.
Έκοψαν το κεφάλι τ', και ρίψαν ντο σ’ ένα πλερός
(έκοψαν το κεφάλι του και το έρριξαν σε ένα πηγάδι)
Αραβαν.
-Dawk.
Τα χύρες ρίψε τα και ανέβα
(πέταξε τις πόρτες και ανέβα)
Αραβαν.
-Dawk.
Γιατσί παππού κι ετό το μικρό ξύλο δεν το ρίφτσ̑εις κονdά στο άλλο;
(γιατί παππού και αυτό το μικρό ξύλο δεν το ρίχνεις κοντά στο άλλο;)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Ντάραgαπ πιάν' ντο ντο κορίτσ̑' ρίφτει το ένα ιν μέσα
(αμέσως το πιάνει το κορίτσι, το ρίχνει μέσα σε ένα υπόγειο)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ρίφτουν σο τσ̑ουφάλι τ'
(ρίχνουν στο κεφάλι της)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ρίφτου μι κούπα λάι
(ρίξε του μία κούπα λάδι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Βρέχ' και ρίφ' βρεχός
(βρέχει και ρίχνει βροχή)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
τσ̑άια ρίχ'
(ποτάμια ρίχνει)
Δίλ.
-Κωστ.Μ.
Ρίχτ' θεός
(ρίχνει ο θεός)
Δίλ.
-Κωστ.Μ.
Ρίβιξαμ' ντου κοτσί μι ντά χέρια μας
(ρίχναμε τον σπόρο με τα χέρια μας)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Παίν', το κουβάρ' ρίφτ' το ας κάπ' 'σ' το καχούτον τ' εγέλφια τ' το σπίτ'
(πηγαίνει, το κουβάρι το ρίχνει από τον φεγγίτη του σπιτιού όπου κάθονταν τα αδέλφια της)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Ρίφτω όιμα
(ρίχνω αίμα˙ δημιουργώ φασαρία)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ρίφτω φσ̑άχ'
(ρίχνω παιδί˙ αποβάλλω)
Φλογ., Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.