ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ρίφτω (ρ.) ρίφτω [ˈrifto] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Τελμ., Φερτάκ., Φλογ. ρίφτου [ˈriftu] Μισθ. ρίχτου [ˈrixtu] Δίλ., Μισθ., Σίλ. Παρατατ. ρίβιξα [ˈriviksa] Μισθ. ρίφτισ̑κα [ˈriftiʃka] Αξ., Τροχ. ρίχτισ̑κα [ˈrixtiʃka] Αξ., Αραβ. Αόρ. έριψα ['eripsa] Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Ποτάμ., Φερτάκ. γ' Εν. Αόρ. έρψεν ['erpsen] Αξ. Προστ. ρίψε [ˈripse] Αραβαν., Τελμ. Παθ. ρίφτουμαι [ˈriftume] Γούρδ. Από το αρχ. ρ. ῥίπτω με ανομ. τρόπου άρθρωσης [pt] > [ft]. Ο τύπ. ρίχτου από μεσν. τύπ. ῥίχτω.
Ρίχνω ό.π.τ. : Σ̑ύρε και ρίψε το 'ς ένα καλό ντουζάχ (πήγαινε και ρίξε τον σε μία καλή παγίδα) Τελμ. -Dawk. Έκοψαν το κεφάλι τ', και ρίψαν ντο σ’ ένα πλερός (έκοψαν το κεφάλι του και το έρριξαν σε ένα πηγάδι) Αραβαν. -Dawk. Τα χύρες ρίψε τα και ανέβα (πέταξε τις πόρτες και ανέβα) Αραβαν. -Dawk. Γιατσί παππού κι ετό το μικρό ξύλο δεν το ρίφτσ̑εις κονdά στο άλλο; (γιατί παππού και αυτό το μικρό ξύλο δεν το ρίχνεις κοντά στο άλλο;) Γούρδ. -Καράμπ. Ντάραgαπ πιάν' ντο ντο κορίτσ̑' ρίφτει το ένα ιν μέσα (αμέσως το πιάνει το κορίτσι, το ρίχνει μέσα σε ένα υπόγειο) Ουλαγ. -Κεσ. Ρίφτουν σο τσ̑ουφάλι τ' (ρίχνουν στο κεφάλι της) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ρίφτου μι κούπα λάι (ρίξε του μία κούπα λάδι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Βρέχ' και ρίφ' βρεχός (βρέχει και ρίχνει βροχή) Μισθ. -Κωστ.Μ. τσ̑άια ρίχ' (ποτάμια ρίχνει) Δίλ. -Κωστ.Μ. Ρίχτ' θεός (ρίχνει ο θεός) Δίλ. -Κωστ.Μ. Ρίβιξαμ' ντου κοτσί μι ντά χέρια μας (ρίχναμε τον σπόρο με τα χέρια μας) Μισθ. -Κοτσαν. Παίν', το κουβάρ' ρίφτ' το ας κάπ' 'σ' το καχούτον τ' εγέλφια τ' το σπίτ' (πηγαίνει, το κουβάρι το ρίχνει από τον φεγγίτη του σπιτιού όπου κάθονταν τα αδέλφια της) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Παροιμ. Ρίφτω όιμα (ρίχνω αίμα˙ δημιουργώ φασαρία) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ρίφτω φσ̑άχ' (ρίχνω παιδί˙ αποβάλλω) Φλογ., Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.