ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σέρνω (ρ.) σ̑ύρνου [ˈʃirnu] Σίλ. σέρνω [ˈserno] Γούρδ., Σινασσ., Φλογ. σ̑ἐρνου [ˈʃernu] Μισθ. Υποτ. σ̑έρου [ˈʃeru] Δίλ., Μισθ., Τσαρικ. σ̑ερίγω [ˈʃeriɣo] Μαλακ. σ̑ερίγου [ˈʃeriɣu] Μαλακ. Εν. γ' σ̑ερίχ’ [ˈʃeriç] Μαλακ. σ̑υρνίσκω [ʃirˈnisko] Αξ. Παρατατ. σ̑έρισκα [ˈʃeriska] Αραβ., Μισθ., Τσαρικ. έσυρα [ˈesira] Αραβ. σέριξα [ˈseriksa] Μισθ. Αόρ. έσυρα [ˈesira] Τζαλ., Φάρασ. έσ̑υρα [ˈeʃira] Αξ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ. Αόρ. Υποτ. σύρω [ˈsiro] Αφσάρ. σ̑ύρου [ˈʃiru] Αξ., Μισθ., Σίλ. Προστ. σύρε [ˈsire] Γούρδ., Σινασσ. σ̑ύρε [ˈʃire] Τελμ. σ̑έρε [ˈʃere] Παθ. γ' Εν. σ̑υρτιέται [ʃirˈtçete] Αξ. Αρσ. σ̑υρτήχα [ʃirˈtixa] Αξ. Μτχ. σ̑ερμένου [ʃerˈmenu] Μισθ. Μεσν. ρ. σέρνω, το οπ. από το αρχ, ρ. σύρω αναλογ. προς τα ρ. σε -νω. Ο τύπ. σ̑ύρνου από τον μεσν. τύπ. σύρνω, ο οπ. με μεταπλ. αναλογ. προς τα ρ. σε -νω. Ο τύπ. σ̑υρνίσκω από το μη συνοπτ. θ. σ̑υρν- και το επίθμ. -ίσκω.
1. Μτβ., οδηγώ κάποιον κάπου συνήθ. με βίαιο τρόπο Αξ., Σίλ. : Έσ̑υρέν ντο 'ς τα χτηνιά μέσα (Τον έσυρε ανάμεσα στα ζώα) Αξ. -Dawk. || Φρ. Σ̑ύρ’ τα φἐρ’ τα (Πήγαινε τα, φέρε τα˙ το πήγαινε έλα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Σ̑ύρνου μπαbαλί (σέρνω την αμαρτία˙ ορκίζομαι. Πβ. τουρκ. φρ. <em>vebalini çekmek </em>= είμαι υπεύθυνος για τις συνέπειες, όπου <em>vebal </em>(και διαλεκτ.<em> babal </em>)= αμαρτία και <em>çekmek</em> = τραβώ.) Σίλ. -Κωστ.Σ.
2. Ρίχνω, πετάω, εξσφενδονίζω κάποιον ή κάτι ό.π.τ. : Παίν’ να σ̑ύρ’ του γιαυτό τ’ να μπατίσ̑’, φοάdι. ντεν ντου σ̑έρ’ (πηγαίνει να ρίξει τον εαυτό του να πνιγεί, φοβάται, δεν τον ρίχνει, δηλ. δεν πέφτει) Μισθ. -Dawk. σ̑έρε ντου προυσ̑ά τ͑ύρα ομbρό (πέτα την τσιμπίδα έξω μπροστά από την πόρτα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Έσ̑ύρεν ντο 'ς το τουνdούρ' (τον έρριξε μέσα στο ταντούρι) Αξ. -Dawk. Έσυρε το φσ̑όκ-κο το μεχάνι (έριξε το παιδί στο καζάνι) Φάρασ. -Dawk. Ιτό παίρ’ ένα χτέρ, σ̑ερίχ’ του σου φουλιά τ’ (Αυτός παίρνει μιά πέτρα, την εκσφενδονίζει στην φωλιά του) Μαλακ. -Dawk. Ικείνα σ̑έρισκαν σ’ εμάς χτα̈́ρια (Εκείνοι μας πέταγαν πέτρες) Μισθ. -Κωστ.Μ. Σιέρου χτιάρια (πετώ πέτρες) Μισθ. -Κοτσαν. σ̑ύρνου χα’ιά (ρίχνω πέτρες) Σίλ. -Κωστ.Σ. Σ̑έρισκαν αλυκό, άλας να ψηχ̇εί (έβαζαν (ενν. στην πληγή) αλμυρό, αλάτι να ψηθεί) Μισθ. -Κωστ.Μ. τό δου μπιφτέκ' […] του σέρεις σχάρα απάν' (αυτό το μπιφτέκι το ρίχνεις πάνω στην σχάρα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Χάαν, έσ̑υράν ντα σου ποτάμ' (Πέθαναν, τα έρριξαν στο ποτάμι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ 'σερνικός σ̑έρισκιν του σου ναίκα τ', ναίκα τ' σ̑έρισκιν τιυ σου 'σερνικό ντου φσάχ' τσι γέλαναν (Ο άντρας το έρριχνε στην αγκαλιά της γυκαίκας του, η γυναίκα το έρριχνε το παιδί στην αγκαλιά του άντρα και γελούσαν) Τσαρικ. -Καραλ. || Φρ. Να σ̑ερουμ’ σου τζ̑ιτζ̑ί (Να ρίξουμε τη γραμμή, το σημάδι˙ σε λάχνισμα όταν έρριχναν μιά πέτρα σε ένα συγκεκριμένο σημείο ώστε ο νικητής που θα πλησίαζε περισσότερο τη γραμμή να άρχιζε το παιχνίδι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Πισ̑τικός έσ̑υρεν το ξ̑ύλο (ο βοσκός πέταξε το ραβδί˙ παράτησε τη δουλειά του βοσκού) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. βινεύω, κονώνω, πετώ
β. Ειδικότ., ρίχνω πάνω στη γη Μισθ., Σίλ. : Σεϊράτσι ξέβη, δεν εσ̑ύραμ’ σπόρους (Αραιό βγήκε, δεν ρίξαμε στη γη (ενν. αρκετούς) σπόρους ) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ντα Να σ̑έρισκαν ντα σα ορνί’ια (τα έρριχναν (ενν. τα κόλλυβα) στις κότες ) Μισθ. -Κωστ.Μ. Σ̑ύρτι νιούγου σανό σα χαϊβάνια (Ρίξτε λίγο σανό στα άλογα ) Σίλ. -Κωστ.Σ.
γ. Ειδικότ., πετώ στον αέρα και σκορπίζω Μισθ. : Να σ̑έρουμ’ το ά’υρου (να τινάξουμε το άχυρο κατά το λίχνισμα ) Μισθ. || Φρ. Να σ̑έρουμ’ τα κούρις (Να ρίξουμε τα μαλλιά ˙ να επεξεργαστούμε τα μαλλιά με το %iδοξάρι%i, η χορδή του οποίου με τις ταλαντώσεις και τους κραδασμούς του τα έξαινε) Μισθ. -Κωστ.Μ.
δ. Στο γ΄ εν., για καιρικά φαινόμενα, ρίχνω Μισθ. : σ̑έρ’ χιόν’ (ρίχνει χιόνι ) Μισθ. -Κωστ.Μ. Σ̑έρ’ κουκούια (Ρίχνει χαλάζι ) Μισθ. -Κωστ.Μ.
3. Πετάω κάτι ως άχρηστο Αξ., Μισθ. : Τα λερά σ̑ερέ τα (χύστε τα νερά) Μισθ. -Κωστ.Μ. Σκότωσεν gι εκεί το κορίτσ̑’, έσ̑υρέν ντο στ’ άλλον αελφή τ’ κοντά (σκότωσε κι εκείνο το κορίτσι, το πέταξε στην άλλη αδελφή του κοντά) Αξ. -Dawk. Πιαστήχιν μ' ιτό, σέριξιν ούλα δα λερά τ' (μάλωσε με αυτόν, έχυσε όλα τα νερά του) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Έσ̑υρεν γκαριά μ’ (ἐριξε το στομάχι μου (ενν. το περιεχόμενό του)˙ έκανα εμετό) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Σιέρου ντου λόγου σ’ (πετάω τον λόγο σου˙ απορρίπτω ό,τι λες) Μισθ. -Κοτσαν. Έσ̑υρεν τ’ απέσω τ’ (πέταξε το μέσα του˙ για ζώο, απέβαλε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
4. Σκάβω, ανοίγω λάκκο Σίλ. : Σε σ̑ύρουμ’ τ͑εμέλι (θα ανοίξουμε θεμέλιο) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. γιαρντώ, γρύχω, καζντώ, ρύσσω
5. Χώνω κάτι Μισθ., Σίλ. : Σ̑ύρνου τα σ̑όνι απέσου (τα χώνω στο χιόνι) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Φρ. σ̑έρ’νι τσ̑ουφαλιού (χώνουν το σακούλι˙ συνθημ. γλώσσα, να κρύψουν το σακούλι με τα κλοπιμαία) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. μουχτάω, παραχώνω, σοκτώ, χαχτώ
6. Αμτβ., κυρ. στο β΄ εν. και πληθ. της προστακτ., πηγαίνω αμέσως Γούρδ., Τελμ. : Έπαρέ τα το πούσλα, και σ̑ύρε ένα σπίτσ̑’ (πάρε το το γράμμα και πήγαινε στο σπίτι) Τελμ. -Dawk. Τρέξετε και σύρετε κάνετε το σταυρό σας (τρέξτε και πηγαίνετε να κάνετε το σταυρό σας) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Ασμ. Σύρε, μωρή μου σκύλα, σκυλαρμένισσα, δεν δίνω ’γώ την φώτ’σην μου εις την Τούρκα (προχώρα, μωρή σκύλα, άπιστη αρμένισσα, δεν δίνω εγώ τη φώτισή μου στην Τουρκάλα) Σινασσ. -Lag.
7. Μεσοπαθ., πέφτω με ορμή Αξ. : Σ̑υρτιέται στα τρία τ’νε απάνω, αγκαλιάζ̑’ τα μπαιντιά τ’ με τ’ ναίκα τ’ (πέφτει με ορμή στους τρεις τους πάνω, αγκαλιάζει τα παιδιά του με τη γυναίκα του) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.