σέρνω
(ρ.)
σ̑ύρνου
[ˈʃirnu]
Σίλ.
σέρνω
[ˈserno]
Γούρδ., Σινασσ., Φλογ.
σ̑ἐρνου
[ˈʃernu]
Μισθ.
Υποτ.
σ̑έρου
[ˈʃeru]
Δίλ., Μισθ., Τσαρικ.
σ̑ερίγω
[ˈʃeriɣo]
Μαλακ.
σ̑ερίγου
[ˈʃeriɣu]
Μαλακ.
Εν. γ'
σ̑ερίχ’
[ˈʃeriç]
Μαλακ.
σ̑υρνίσκω
[ʃirˈnisko]
Αξ.
Παρατατ.
σ̑έρισκα
[ˈʃeriska]
Αραβ., Μισθ., Τσαρικ.
έσυρα
[ˈesira]
Αραβ.
σέριξα
[ˈseriksa]
Μισθ.
Αόρ.
έσυρα
[ˈesira]
Τζαλ., Φάρασ.
έσ̑υρα
[ˈeʃira]
Αξ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ.
Αόρ. Υποτ.
σύρω
[ˈsiro]
Αφσάρ.
σ̑ύρου
[ˈʃiru]
Αξ., Μισθ., Σίλ.
Προστ.
σύρε
[ˈsire]
Γούρδ., Σινασσ.
σ̑ύρε
[ˈʃire]
Τελμ.
σ̑έρε
[ˈʃere]
Παθ. γ' Εν.
σ̑υρτιέται
[ʃirˈtçete]
Αξ.
Αρσ.
σ̑υρτήχα
[ʃirˈtixa]
Αξ.
Μτχ.
σ̑ερμένου
[ʃerˈmenu]
Μισθ.
Μεσν. ρ. σέρνω, το οπ. από το αρχ, ρ. σύρω αναλογ. προς τα ρ. σε -νω. Ο τύπ. σ̑ύρνου από τον μεσν. τύπ. σύρνω, ο οπ. με μεταπλ. αναλογ. προς τα ρ. σε -νω. Ο τύπ. σ̑υρνίσκω από το μη συνοπτ. θ. σ̑υρν- και το επίθμ. -ίσκω.
1. Μτβ., οδηγώ κάποιον κάπου συνήθ. με βίαιο τρόπο
Αξ., Σίλ.
:
Έσ̑υρέν ντο 'ς τα χτηνιά μέσα
(Τον έσυρε ανάμεσα στα ζώα)
Αξ.
-Dawk.
|| Φρ.
Σ̑ύρ’ τα φἐρ’ τα
(Πήγαινε τα, φέρε τα˙ το πήγαινε έλα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Σ̑ύρνου μπαbαλί
(σέρνω την αμαρτία˙ ορκίζομαι. Πβ. τουρκ. φρ. <em>vebalini çekmek </em>= είμαι υπεύθυνος για τις συνέπειες, όπου <em>vebal </em>(και διαλεκτ.<em> babal </em>)= αμαρτία και <em>çekmek</em> = τραβώ.)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
2. Ρίχνω, πετάω, εξσφενδονίζω κάποιον ή κάτι
ό.π.τ.
:
Παίν’ να σ̑ύρ’ του γιαυτό τ’ να μπατίσ̑’, φοάdι. ντεν ντου σ̑έρ’
(πηγαίνει να ρίξει τον εαυτό του να πνιγεί, φοβάται, δεν τον ρίχνει, δηλ. δεν πέφτει)
Μισθ.
-Dawk.
σ̑έρε ντου προυσ̑ά τ͑ύρα ομbρό
(πέτα την τσιμπίδα έξω μπροστά από την πόρτα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Έσ̑ύρεν ντο 'ς το τουνdούρ'
(τον έρριξε μέσα στο ταντούρι)
Αξ.
-Dawk.
Έσυρε το φσ̑όκ-κο το μεχάνι
(έριξε το παιδί στο καζάνι)
Φάρασ.
-Dawk.
Ιτό παίρ’ ένα χτέρ, σ̑ερίχ’ του σου φουλιά τ’
(Αυτός παίρνει μιά πέτρα, την εκσφενδονίζει στην φωλιά του)
Μαλακ.
-Dawk.
Ικείνα σ̑έρισκαν σ’ εμάς χτα̈́ρια
(Εκείνοι μας πέταγαν πέτρες)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Σιέρου χτιάρια
(πετώ πέτρες)
Μισθ.
-Κοτσαν.
σ̑ύρνου χα’ιά
(ρίχνω πέτρες)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Σ̑έρισκαν αλυκό, άλας να ψηχ̇εί
(έβαζαν (ενν. στην πληγή) αλμυρό, αλάτι να ψηθεί)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
τό δου μπιφτέκ' […] του σέρεις σχάρα απάν'
(αυτό το μπιφτέκι το ρίχνεις πάνω στην σχάρα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Χάαν, έσ̑υράν ντα σου ποτάμ'
(Πέθαναν, τα έρριξαν στο ποτάμι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
'σερνικός σ̑έρισκιν του σου ναίκα τ', ναίκα τ' σ̑έρισκιν τιυ σου 'σερνικό ντου φσάχ' τσι γέλαναν
(Ο άντρας το έρριχνε στην αγκαλιά της γυκαίκας του, η γυναίκα το έρριχνε το παιδί στην αγκαλιά του άντρα και γελούσαν)
Τσαρικ.
-Καραλ.
|| Φρ.
Να σ̑ερουμ’ σου τζ̑ιτζ̑ί
(Να ρίξουμε τη γραμμή, το σημάδι˙ σε λάχνισμα όταν έρριχναν μιά πέτρα σε ένα συγκεκριμένο σημείο ώστε ο νικητής που θα πλησίαζε περισσότερο τη γραμμή να άρχιζε το παιχνίδι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Πισ̑τικός έσ̑υρεν το ξ̑ύλο
(ο βοσκός πέταξε το ραβδί˙ παράτησε τη δουλειά του βοσκού)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
βινεύω, κονώνω, πετώ
β.
Ειδικότ., ρίχνω πάνω στη γη
Μισθ., Σίλ.
:
Σεϊράτσι ξέβη, δεν εσ̑ύραμ’ σπόρους
(Αραιό βγήκε, δεν ρίξαμε στη γη (ενν. αρκετούς) σπόρους
)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ντα Να σ̑έρισκαν ντα σα ορνί’ια
(τα έρριχναν (ενν. τα κόλλυβα) στις κότες
)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Σ̑ύρτι νιούγου σανό σα χαϊβάνια
(Ρίξτε λίγο σανό στα άλογα
)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
γ.
Ειδικότ., πετώ στον αέρα και σκορπίζω
Μισθ.
:
Να σ̑έρουμ’ το ά’υρου
(να τινάξουμε το άχυρο κατά το λίχνισμα
)
Μισθ.
|| Φρ.
Να σ̑έρουμ’ τα κούρις
(Να ρίξουμε τα μαλλιά
˙
να επεξεργαστούμε τα μαλλιά με το %iδοξάρι%i, η χορδή του οποίου με τις ταλαντώσεις και τους κραδασμούς του τα έξαινε)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
δ.
Στο γ΄ εν., για καιρικά φαινόμενα, ρίχνω
Μισθ.
:
σ̑έρ’ χιόν’
(ρίχνει χιόνι
)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Σ̑έρ’ κουκούια
(Ρίχνει χαλάζι
)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
3. Πετάω κάτι ως άχρηστο
Αξ., Μισθ.
:
Τα λερά σ̑ερέ τα
(χύστε τα νερά)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Σκότωσεν gι εκεί το κορίτσ̑’, έσ̑υρέν ντο στ’ άλλον αελφή τ’ κοντά
(σκότωσε κι εκείνο το κορίτσι, το πέταξε στην άλλη αδελφή του κοντά)
Αξ.
-Dawk.
Πιαστήχιν μ' ιτό, σέριξιν ούλα δα λερά τ'
(μάλωσε με αυτόν, έχυσε όλα τα νερά του)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Έσ̑υρεν γκαριά μ’
(ἐριξε το στομάχι μου (ενν. το περιεχόμενό του)˙ έκανα εμετό)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Σιέρου ντου λόγου σ’
(πετάω τον λόγο σου˙ απορρίπτω ό,τι λες)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Έσ̑υρεν τ’ απέσω τ’
(πέταξε το μέσα του˙ για ζώο, απέβαλε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
4. Σκάβω, ανοίγω λάκκο
Σίλ.
:
Σε σ̑ύρουμ’ τ͑εμέλι
(θα ανοίξουμε θεμέλιο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
γιαρντώ, γρύχω, καζντώ, ρύσσω
5. Χώνω κάτι
Μισθ., Σίλ.
:
Σ̑ύρνου τα σ̑όνι απέσου
(τα χώνω στο χιόνι)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Φρ.
σ̑έρ’νι τσ̑ουφαλιού
(χώνουν το σακούλι˙ συνθημ. γλώσσα, να κρύψουν το σακούλι με τα κλοπιμαία)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
μουχτάω, παραχώνω, σοκτώ, χαχτώ
6. Αμτβ., κυρ. στο β΄ εν. και πληθ. της προστακτ., πηγαίνω αμέσως
Γούρδ., Τελμ.
:
Έπαρέ τα το πούσλα, και σ̑ύρε ένα σπίτσ̑’
(πάρε το το γράμμα και πήγαινε στο σπίτι)
Τελμ.
-Dawk.
Τρέξετε και σύρετε κάνετε το σταυρό σας
(τρέξτε και πηγαίνετε να κάνετε το σταυρό σας)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Ασμ.
Σύρε, μωρή μου σκύλα, σκυλαρμένισσα, δεν δίνω ’γώ την φώτ’σην μου εις την Τούρκα
(προχώρα, μωρή σκύλα, άπιστη αρμένισσα, δεν δίνω εγώ τη φώτισή μου στην Τουρκάλα)
Σινασσ.
-Lag.
7. Μεσοπαθ., πέφτω με ορμή
Αξ.
:
Σ̑υρτιέται στα τρία τ’νε απάνω, αγκαλιάζ̑’ τα μπαιντιά τ’ με τ’ ναίκα τ’
(πέφτει με ορμή στους τρεις τους πάνω, αγκαλιάζει τα παιδιά του με τη γυναίκα του)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.