σερντώ
(ρ.)
σερντού
[serˈdu]
Ουλαγ.
Γεν. Προστ.
σέρντα
[ˈserdα]
Ουλαγ.
Από τον αόρ. serdi του τουρκ. ρ. sermek = απλώνω, με παραγωγ.επίθμ. -ώ.
Απλώνω κάτι στο έδαφος
ό.π.τ.
:
Σέρντα ντα χαλιά
(άπλωσε τα χαλιά)
Ουλαγ.
-Dawk.