σερόνι
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
σερόνια
[seˈroɲa]
Μισθ., Τσαρικ.
Αγν. ετύμ. Από το νεότ. ουσ. ψαρόνι = στούρνος ο κοινός (Λεξ. Σομ., λ. μαυροπούλι), το οπ. από το αρχ. ουσ. ψάρ = στούρνος ο κοινός καὶ τὸ παραγωγ. επίθμ. -όνι.
1. Κοράκι
Τσαρικ.
:
Τα σερόνια κράζουν
(Τα κοράκια κράζουν)
Τσαρικ.
-Καραλ.
2. Οι αμαρτωλές ψυχές που αντιστοιχούν στους καλικάντζαρους
Μισθ.