ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σερόνι (ουσ. ουδ.) Πληθ. σερόνια [seˈroɲa] Μισθ., Τσαρικ. Αγν. ετύμ. Από το νεότ. ουσ. ψαρόνι = στούρνος ο κοινός (Λεξ. Σομ., λ. μαυροπούλι), το οπ. από το αρχ. ουσ. ψάρ = στούρνος ο κοινός καὶ τὸ παραγωγ. επίθμ. -όνι.
1. Κοράκι Τσαρικ. : Τα σερόνια κράζουν (Τα κοράκια κράζουν) Τσαρικ. -Καραλ.
2. Οι αμαρτωλές ψυχές που αντιστοιχούν στους καλικάντζαρους Μισθ.