ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σέσι (ουσ. ουδ.) σέσι [ˈsesi] Σίλ. σεσ' [ses] Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Ποτάμ., Φλογ. σέσ̑' [seʃ] Τζαλ. σάσ̑ι ['saʃi] Φάρασ. σάσ' ['sas] Σινασσ. σα̈́σ' [sæs] Μισθ. Πληθ. σέσια ['sesʝa] Αραβαν. σάσε [ˈsase] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. ses = ήχος, φωνή.
Φωνή ό.π.τ. : Στσ̑ύλου σάσε (Σκυλιού φωνές) Φάρασ. -Αναστασ. Πατισ̑αχ̇ιού τα σέσια και τα παρακαλέματα ΰξαν ντα σεραγιού τα νουμάτε (Του βασιλιά τις φωνές και τα παρακάλια τ' άκουσαν οι άνθρωποι του παλατιού) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ξέβαλιν μέγα σιας (Έβγαλε μεγάλη φωνή) Μισθ. -Κοτσαν. Σ΄ μάφτσισ' ντου φσιάχ σιας ντε ξέβαλι (στην βάπτιση το μωρό φωνή δεν έβγαλε) Μισθ. -Κοτσαν. Ακούμ ντε πέρνασαμ'ντου κιοπρού τσ' άκουσαμ ΄να μέγα σιάς (ακόμη δεν περάσαμε την γέφυρα όταν ακούσαμε μιά μεγάλη φωνή) Μισθ. -Κοτσαν. Γιούκ’σα ένα σέσι, γκαλαdζεύγουσι απέσου (Άκουσα μιά φωνή, μιλάνε μέσα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 || Φρ. Κόψε το σες (κόψε την φωνή˙ μη μιλάς. Πβ. <em>sesini kesmek</em> = σιωπώ, κλείνω το στόμα, όπου <em>kesmek</em> = κόβω ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Μουλώνει σες (κρύβει φωνή˙ δεν μιλά, δεν εκφράζει τη γνώμη ) Ανακ. -Κωστ.Α. Θεγός να σε γουλτώσ’ μ’ ένα σες (ο Θεός να σε γλιτώσει με μιά φωνή˙ ευχή σε έγκυο για γρήγορο τοκετό) Ανακ. -Κωστ.Α. Πιανιένdι του σιάσι μ' (Πιάνεται η φωνή μου˙ Βραχνιάζω) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Παροιμ. Τα 'μάν είν' γκαρύδε, κροτάνε· τουνετσ̑εινώ είν' σταφίδες, κοάνε, σάσιν τζ̑ο 'χουν (τα δικά μου είναι καρύδια, βροντάνε· εκείνων είναι σταφίδες, κολλάνε, φωνή δεν έχουν˙ το έλεγε με παράπονο ένας που συνέχεια τον κατηγορούσαν, ενώ στους άλλους δεν έλεγαν ποτέ τίποτα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. 'γώ φτένω τα βάτι σα φσ̑άχ̇ε μ': όντουνους κορίτσι 'α πάρει,να κούσει το σάσι τ'ς τσ̑αι στέρου ν'dα πάρει (εγώ αφήνω διαταγή στα παιδιά μου: οποιανού κορίτσι θα πάρει ν' ακούσει τη φωνή της και μετά να την πάρει˙ να μην παντρεύεται κανείς πριν γνωρίσει καλά τη γυναίκα που θα πάρει) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
Συνών. φωνή