σέσι
(ουσ. ουδ.)
σέσι
[ˈsesi]
Σίλ.
σεσ'
[ses]
Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Ποτάμ., Φλογ.
σέσ̑'
[seʃ]
Τζαλ.
σάσ̑ι
['saʃi]
Φάρασ.
σάσ'
['sas]
Σινασσ.
σα̈́σ'
[sæs]
Μισθ.
Πληθ.
σέσια
['sesʝa]
Αραβαν.
σάσε
[ˈsase]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. ses = ήχος, φωνή.
Φωνή
ό.π.τ.
:
Στσ̑ύλου σάσε
(Σκυλιού φωνές)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Πατισ̑αχ̇ιού τα σέσια και τα παρακαλέματα ΰξαν ντα σεραγιού τα νουμάτε
(Του βασιλιά τις φωνές και τα παρακάλια τ' άκουσαν οι άνθρωποι του παλατιού)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ξέβαλιν μέγα σιας
(Έβγαλε μεγάλη φωνή)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σ΄ μάφτσισ' ντου φσιάχ σιας ντε ξέβαλι
(στην βάπτιση το μωρό φωνή δεν έβγαλε)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ακούμ ντε πέρνασαμ'ντου κιοπρού τσ' άκουσαμ ΄να μέγα σιάς
(ακόμη δεν περάσαμε την γέφυρα όταν ακούσαμε μιά μεγάλη φωνή)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Γιούκ’σα ένα σέσι, γκαλαdζεύγουσι απέσου
(Άκουσα μιά φωνή, μιλάνε μέσα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
|| Φρ.
Κόψε το σες
(κόψε την φωνή˙ μη μιλάς. Πβ. <em>sesini kesmek</em> = σιωπώ, κλείνω το στόμα, όπου <em>kesmek</em> = κόβω )
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Μουλώνει σες
(κρύβει φωνή˙ δεν μιλά, δεν εκφράζει τη γνώμη )
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Θεγός να σε γουλτώσ’ μ’ ένα σες
(ο Θεός να σε γλιτώσει με μιά φωνή˙ ευχή σε έγκυο για γρήγορο τοκετό)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Πιανιένdι του σιάσι μ'
(Πιάνεται η φωνή μου˙ Βραχνιάζω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Παροιμ.
Τα 'μάν είν' γκαρύδε, κροτάνε· τουνετσ̑εινώ είν' σταφίδες, κοάνε, σάσιν τζ̑ο 'χουν
(τα δικά μου είναι καρύδια, βροντάνε· εκείνων είναι σταφίδες, κολλάνε, φωνή δεν έχουν˙ το έλεγε με παράπονο ένας που συνέχεια τον κατηγορούσαν, ενώ στους άλλους δεν έλεγαν ποτέ τίποτα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
'γώ φτένω τα βάτι σα φσ̑άχ̇ε μ': όντουνους κορίτσι 'α πάρει,να κούσει το σάσι τ'ς τσ̑αι στέρου ν'dα πάρει
(εγώ αφήνω διαταγή στα παιδιά μου: οποιανού κορίτσι θα πάρει ν' ακούσει τη φωνή της και μετά να την πάρει˙ να μην παντρεύεται κανείς πριν γνωρίσει καλά τη γυναίκα που θα πάρει)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
φωνή