ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σέτερος (αντων.) σέτερος [ˈseteros] Σινασσ. σέτερο [ˈsetero] Τελμ. σέτερ’ [ˈseter] Αξ. εσέτερ’ [eˈseter] Αξ., Τροχ. εσέτιρ' [eˈsetir] Μαλακ. σέτορ’ [ˈsetor] Αξ. σέτουρο [ˈseturo] Ανακ. σέτουρ’ [ˈsetur] Ανακ. σέτ’ρος [ˈsetros] Φάρασ. σέτ’ρον [ˈsetron] Φάρασ. σέτ’ρο [ˈsetro] Αφσάρ., Φάρασ. σέτ’ρου [ˈsetru] Φάρασ. σότιρ’ [ˈsotir] Ουλαγ. σότουρ΄ [ˈsotur] Αραβαν., Φερτάκ. σέ’ορ’ [σέ’ορ’] Φάρασ. Πληθ. σέτερα [ˈsetera] Φάρασ., Φερτάκ. σέτερ' [ˈseter] Αξ. σέτουρα [ˈsetura] Ανακ. σέτουρ’ [ˈsetur] Ανακ. σέτ’ρε [ˈsetre] Αφσάρ. τ' εσέαρ [teˈsear] Μισθ. τεσέρ' [teˈser] Σεμέντρ. Από την αρχ. κτητ. αντων. β΄ προσ. σὸς αναλογικώς προς την κτητ. αντων. πληθ. ἡμέτερος, βλ. και Χατζιδάκις, ΜΝΕ Β, σ. 155-156. Για την μορφολογ. των τύπων πβ. και την πολυτυπία του λ. ημέτερος.
Για πολλούς κτήτορες, ο δικός σας ό.π.τ. : Σέτερο αqίλ (η καρδιά σας) Τελμ. -Dawk. Το σέτ’ρον ο τατάς (ο πατέρας σας) Φάρασ. -Ανδρ. Το σἐτ’ρον η μα’ (η δική σας μάνα) Φάρασ. -Ανδρ. Το σέτ’ρον ντο φσ̑όκ-κο (το δικό σας παιδί) Φάρασ. -Ανδρ. Τα σέτερ’ τα φσ̑άχα (τα δικά σας παιδιά) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Εμείς τζ̑ο μπορούμε να πάρουμε στις qασάποι κρα̈ς, τρών ντα τα σέτ’ρα τα στσ̑υλία ((εμείς δεν μπορούμε να πάρουμε κρέας από τους κρεοπώλες, το τρώνε τα δικά σας σκυλιά) Φάρασ. -Dawk. Να γερντι-έσιτι σα σέτ’ρε ντα μουράζα (να πραγματοποιήσετε τις επιθυμίες σας) Αφσάρ. -Dawk. Tεσέαρ ήρταν απ' Γερμανία (Οι δικοί σας ήρθαν από τη Γερμανία) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Το σέτερο το τουντούρ' πετέργια καλά ψέν' τα παχλά (Το δικό σας το ταντούρι μαγειρεύει καλύτερα να φασόλια) Σινασσ. -Λεύκωμα Αν ντε βγάλ’, ντο κορίτσ̑' σας, το σότιρ' ας έν' (Εάν δε βγάλει, το κορίτσι σας ας είναι δικό σας) Ουλαγ. -Κεσ. Aτό το σότουρ' αdελφό 'ναι (Αυτός είναι αδελφός σας) Αραβαν. -Φωστ. Τ' εσέτερ' τα κ'λάκια (Τα δικά μας παιδιά) -ΙΛΝΕ 1555 || Φρ. Κόσμος το σέτορ’ (ο κόσμος είναι δικός σας˙ είστε ευτυχισμένοι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Παροιμ. Σα σέτ’ρα να φάμε τσ̑αι να πούμε, σα μέτ’ρα να τραγουδήσουμε (στο δικό σου σπίτι να φάμε και να πιούμε, στο δικό μου να τραγουδήσουμε˙ ειρων. για εκείνους που θέλουν να καλοπερνούν με ξένα έξοδα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.