σεφταλούς
(ουσ. ουδ.)
σ̑εφτ͑αλούς
[ʃeftʰaˈlus]
Αφσάρ.
σ̑αφταλούς
[ʃaftaˈlus]
Φάρασ.
Πληθ.
σ̑εφταλούδια
[ʃeftaˈluðʝa]
Φλογ.
σ̑εφταλούϊα
[ʃeftaˈluia]
Αξ., Τροχ.
Από το τουρκ. ουσ. şeftali = ροδάκινο, το οποίο από το περσ. şaftālū.
Ροδάκινο
ό.π.τ.
:
Τι όργο σ̑άνω; Ιρεσπερλι̂́, λίγα σ̑εφταλούϊα
(Τι δουλειά κάνω; Ασχολούμαι με αγροτικές εργασίες, (καλλιεργώ) λίγα ροδάκινα)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555