σεφταλούς
(ουσ. ουδ.)
σ̑εφτ͑αλούς
[ʃeftʰaˈlus]
Αφσάρ.
σ̑αφταλούς
[ʃaftaˈlus]
Φάρασ.
Πληθ.
σ̑εφταλούδια
[ʃeftaˈluðʝa]
Φλογ.
σ̑εφταλούια
[ʃeftaˈluia]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. şeftali = ροδάκινο, το οποίο από το περσ. şaftālū.
Ροδάκινο
ό.π.τ.