ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σεφέρμπελικι (ουσ. ουδ.) σεφέρπιρλικ [seˈferpirliik] Φάρασ. σεφέρμπελικ [seˈferbelik] Μισθ., Ποτάμ., Φλογ. σεφερπιλ-λίκι [seferpilˈlici] Φάρασ. σα̈φα̈ρπιλ-λίκι [sæfærpilˈlici] Αφσάρ. σεφέρμπιλικ [seˈferbilik] Μισθ. σεφέρμπελι [seʹferbeli] Τροχ. Από το τουρκ. seferberlik = επιστράτευση. Οι τύπ. σε -λίκ- με αναμοιωτ. αποβολή του [r].
1. Η επιστράτευση και συνεκδ. η εμπόλεμη κατάσταση ό.π.τ.
2. Ειδικότ., ο πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος Τροχ., Φάρασ., Φλογ. : Πήγαν τα μαστόρια σο Σεφέρμπελί, 'πόμεν μισιάρ' (Οι μαστόροι πήγαν στον Πόλεμο, έμεινε μισή, ενν. η εκκλησία) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ.