σεφέρμπελικι
(ουσ. ουδ.)
σεφέρμπελικ
[seˈferbelik]
Μισθ., Ποτάμ., Φλογ.
σεφέρμπιλικ
[seˈferbilik]
Μισθ.
σεφέρπιρλικ
[seˈferpirlik]
Φάρασ.
σεφερπιλ-λίκι
[seferpilˈlici]
Φάρασ.
σα̈φα̈ρπιλ-λίκι
[sæfærpilˈlici]
Αφσάρ.
σεφέρμπελι
[seˈferbeli]
Τροχ.
Από το τουρκ. seferberlik = επιστράτευση. Οι τύπ. σε -λίκ- με αναμοιωτ. αποβολή του [r].
1. Η επιστράτευση και συνεκδ. η εμπόλεμη κατάσταση
ό.π.τ.
2. Ειδικότ., ο πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος
Τροχ., Φάρασ., Φλογ.
:
Πήγαν τα μαστόρια σο Σεφέρμπελί, 'πόμεν μισιάρ'
(Οι μαστόροι πήγαν στον Πόλεμο, έμεινε μισή, ενν. η εκκλησία)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Τροποποιήθηκε: 20/06/2025