ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σεχέρι (ουσ. ουδ.) σ̑εχ̇έρι [ʃeˈxeri] Τσουχούρ., Φάρασ. σεχέρ [seˈçer] Τελμ. σεέρι [seˈeri] Καππ. σε'ίρι [seˈiri] Αφσάρ. Πληθ. σ̑εχ̇έρε [ʃeˈxere] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. şehir = πόλη, όπου και διαλεκτ. τύπ. şeher.
Πόλη ό.π.τ. : Τζας έμπειτε σο σεχέρι, αν εύρειτε 'γνέντα α νομάτι φορτωμένο ση ράχην α βτόκκο νερό (όταν μπείτε στην πόλη, θα βρείτε επάνω έναν άνθρωπο φορτωμένο στη ράχη με ένα ξύλινο μπουκάλι με νερό) Καππ. -Lag. Πήγεν ο βασιλός σ’ έν’ άβου σ̑εχέρι (πήγε ο βασιλιάς σε άλλη πόλη) Φάρασ. -Dawk. Να κατεβείς σο σεχέρ μέσα, εκεί να ιδείς ετά κι ετά τα σπίτσια (να κατεβείς στην πόλη μέσα, εκεί να δεις αυτά κι αυτά τα σπίτια) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Έβγκηνι του πατισ̑άχου η κόρη στο σ̑εΐρι (η κόρη του βασιλιά βγήκε από την πόλη) Αφσάρ. -Dawk. Τσ̑ιπ ο κόσμους τ͑οπλατιέτουν σου σ̑εχ̇ερού τη μέση (Όλος ο κόσμος μαζευόταν στο κέντρο της πόλης) Τσουχούρ. -Αναστασ.Μ. Συνών. κάστρο