σεχέρι
(ουσ. ουδ.)
σ̑εχ̇έρι
[ʃeˈxeri]
Τσουχούρ., Φάρασ.
σεχέρ
[seˈçer]
Τελμ.
σεέρι
[seˈeri]
Καππ.
σε'ίρι
[seˈiri]
Αφσάρ.
Πληθ.
σ̑εχ̇έρε
[ʃeˈxere]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. şehir = πόλη, όπου και διαλεκτ. τύπ. şeher.
Πόλη
ό.π.τ.
:
Τζας έμπειτε σο σεχέρι, αν εύρειτε 'γνέντα α νομάτι φορτωμένο ση ράχην α βτόκκο νερό
(όταν μπείτε στην πόλη, θα βρείτε επάνω έναν άνθρωπο φορτωμένο στη ράχη με ένα ξύλινο μπουκάλι με νερό)
Καππ.
-Lag.
Πήγεν ο βασιλός σ’ έν’ άβου σ̑εχέρι
(πήγε ο βασιλιάς σε άλλη πόλη)
Φάρασ.
-Dawk.
Να κατεβείς σο σεχέρ μέσα, εκεί να ιδείς ετά κι ετά τα σπίτσια
(να κατεβείς στην πόλη μέσα, εκεί να δεις αυτά κι αυτά τα σπίτια)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Έβγκηνι του πατισ̑άχου η κόρη στο σ̑εΐρι
(η κόρη του βασιλιά βγήκε από την πόλη)
Αφσάρ.
-Dawk.
Τσ̑ιπ ο κόσμους τ͑οπλατιέτουν σου σ̑εχ̇ερού τη μέση
(Όλος ο κόσμος μαζευόταν στο κέντρο της πόλης)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.
Συνών.
κάστρο