ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σήμαντρο (ουσ. ουδ.) σήμαντρο [ˈsimandro] Γούρδ., Φάρασ., Φκόσ. σ̑ήμανdρο [ˈʃimandro] Ανακ., Αξ., Αραβαν. σ̑ήμανdρου [ˈʃimandru] Μισθ. σ̑ήμαdρου [ˈʃimadru] Σίλ. Αρσ. σ̑ήμαντρος o [ˈʃimandros] Ανακ., Αφσάρ., Ποτάμ. σημίντρος ο [siˈmindros] Αφσάρ., Φάρασ. Μεταγν. ουσ. σήμαντρον = σημάδι.
Σήμαντρο εκκλησίας ό.π.τ. : Κρούνκε ο σημίντρος (Χτύπαγε το σήμαντρο) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. Τώκεν καμπάνα, τώκεν σήμαντρος, άdε να πάμε στην εκκλησιά (Χτύπησε η καμπάνα, χτύπησε το σήμαντρο, άντε να πάμε στην εκκλησιά) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327 Σαμού κρούνκαν το σήμαντρο, ερχούσαν του κάχε τα χωρίου οι Τούρτζ̑οι (Όταν χτυπούσαν το σήμαντρο, έρχονταν οι Τούρκοι από τα διπλανά χωριά) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ.