σήτα
(ουσ. θηλ.)
σήτα
[ˈsita]
Φάρασ.
Από το αρχ. ουσ. σής = σκόρος, όπου και μεταγν. τύπ. γεν. σητός, πληθ. σῆτες (LSJ). Πβ. Πόντ. σήτος, σέτα = σκόρος (Παπαδόπουλος 1958-1961, λ. σῆτος). Για την λ. βλ. Αναστασιάδης (2003: 62).
Είδος σκουληκιού καφέ χρώματος