ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σιγιρντώ (ρ.) σιγιρντώ [siʝirˈdo] Τροχ. σιγιρτώ [siʝirˈto] Φλογ. σιρντάω [sirˈdao] Φάρασ. σιιρτάου [siirˈtau] Φάρασ. ξιρτώ [ksirˈto] Σινασσ. Aπό τον αόρ. sıyırdı του τουρκ. ρ. sıyırmak = ξύνω.
1. Ξύνω κάτι ό.π.τ. Συνών. ξύνω
2. Γλείφω εντελώς, ξύνω τον πάτο Φλογ. : Αληπίκκα ούλλα σιγίρσεν, έφαγεν τα ας ομπρό τ' (Η αλεπού τα έγλυψε όλα, τα έφαγε από μπροστά της) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361