σιγιρντώ
(ρ.)
σιγιρντώ
[siʝirˈdo]
Τροχ.
σιγιρτώ
[siʝirˈto]
Φλογ.
σιρντάω
[sirˈdao]
Φάρασ.
σιιρτάου
[siirˈtau]
Φάρασ.
ξιρτώ
[ksirˈto]
Σινασσ.
Aπό τον αόρ. sıyırdı του τουρκ. ρ. sıyırmak = ξύνω.
2. Γλείφω εντελώς, ξύνω τον πάτο
Φλογ.
:
Αληπίκκα ούλλα σιγίρσεν, έφαγεν τα ας ομπρό τ'
(Η αλεπού τα έγλυψε όλα, τα έφαγε από μπροστά της)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361